Πρόσωπα

Δημήτρης Μυταράς: “Αν ξύσεις ένα έργο τέχνης θα βγεί αίμα’’

“Ο μεγάλος ζωγράφος πρέπει να εκφράζει τον εαυτό του μόνο με το πινέλο του’’, έλεγε ο Ανρί Ματίς. Και είναι ακριβώς αυτό το “εκφραστικό” του πινέλο που έκανε τον σπουδαίο ζωγράφο Δημήτρη Μυταρά να ξεχωρίσει. Ένα πινέλο που με τα έντονα χρώματα, τις ιδιαίτερες φιγούρες και το μοναδικό ταλέντο, τον οδήγησε στη διεθνή καταξίωση.

Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1934, μια πόλη που αγάπησε και ανέδειξε με τη δημιουργία του Εργαστηρίου Τεχνών που το λειτούργησε με τη σύντροφο της ζωής του Χαρίκλεια Μυταρά.

Παρά το ότι ήταν πολύ μικρός το 1940, η εμπειρία του πολέμου τον ωρίμασε και του έδωσε ένα σπάνιο μάθημα ζωής. Όπως αναφέρει ο ίδιος: “Άνθρωποι πεθαίνανε στον δρόμο… Ένας απλός τρόπος για να πεθάνεις ήταν από την πείνα. Από τότε εγώ έχω αποκτήσει και μια εμπειρία του τι σημαίνει να μην έχεις να φας. Γι’ αυτό δεν με πειράζει και πολύ. Μπορώ να ζήσω και με το τίποτα”.

Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1953–1957) με δασκάλους τους Σ. Παπαλουκά και Γ. Μόραλη. Σπούδασε στη συνέχεια στο Παρίσι (1961–1964) με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. σκηνογραφία στο Ecole Nationale des Arts Decoratifs και εσωτερική διακόσμηση στο Ecole des Arts et Metiers.

Το 1969 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Ζωγραφικής στην ΑΣΚΤ. Το 1975 εξελέγη καθηγητής του Α΄ εργαστηρίου ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών, το 1977 εξελέγη τακτικός καθηγητής ενώ διετέλεσε Πρύτανης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών το διάστημα 1983–1985.

Ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος επιμελήθηκε δεκάδες θεατρικές παραστάσεις, συνεργαζόμενος με σημαντικά ελληνικά θέατρα (Εθνικό, ΚΘΒΕ, Θέατρο Τέχνης, Ελληνικό Χορόδραμα, κ.ά.). Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση και με διάφορες εικαστικές εφαρμογές. Έχει διακοσμήσει με τοιχογραφίες πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια (ξενοδοχεία, τράπεζες, κλπ).

Αφετηρία της ζωγραφικής του υπήρξε από την αρχή της σταδιοδρομίας του η ανθρώπινη μορφή. Κινούμενες μεταξύ ενός άλλοτε περισσότερο περιγραφικού, νατουραλιστικού ιδιώματος και άλλοτε εγγύτερα σε εξπρεσιονιστικούς τρόπους έκφρασης, οι συνθέσεις του Μυταρά διακρίνονται για τον έντονο συναισθηματικό χρωματισμό τους. Το σχέδιο είναι ελλειπτικό, αλλά δυναμικό. Οι γραμμές περιγράφουν απλώς τις μορφές χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, πλάθουν ογκομετρικά το χώρο και ορίζουν προοπτικά τον τόπο της δράσης. Το χρώμα παίζει ισότιμο ρόλο. Προτιμά τα θερμά χρώματα, κυρίως κόκκινο και κίτρινο, τα οποία χρησιμοποιεί καθαρά και έντονα. Στην αντιπαράθεσή τους με το μαύρο και το μπλε οδηγούν σε ισορροπημένα αποτελέσματα.

Ο Δημήτρης Μυταράς είναι ένας ζωγράφος με προσωπικό ύφος. Τον διέκρινε ένας ανεπανάληπτος τρόπος συνδυασμού της γραμμής με το χρώμα , ακόμα και όταν πραγματεύεται θέματα της πραγματικότητας, έτσι που τον φέρνουν κοντά σε γνωστά κινήματα όπως ο εξπρεσιονισμός.

Τα κρίσιμα γεγονότα της δεκαετίας του ΄60 (εικαστικά και πολιτικά) δεν τον άφησαν αδιάφορο. Για τους περισσότερους άλλωστε τότε ήταν ήταν μια πνευματική στάση. Κριτική στην παράδοση, στο σύστημα, σε όλα!

Είναι αλήθεια ότι ο Mυταράς αρχικά επέλεξε το δρόμο του ρεαλισμού αλλά τελικά στράφηκε σε μια ζωγραφική υπαινικτική, διάχυτη από σύμβολα και με κοινωνιολογικό προσανατολισμό.

Η εξπρεσιονιστική γραφή του Φράνσις Μπέικον τον επηρέασε αλλά η ιδιοσυγκρασία του και η “ελληνικότητα” της τέχνης του δεν αποδέχτηκαν την ωμή και βίαιη εικαστική γλώσσα του μεγάλου Ιρλανδού ζωγράφου.

Ο ίδιος σημείωσε τις σημαντικότερες περιόδους της ζωγραφικής του ”Καθρέφτες” 1960–1964, η “Δικτατορία” 1966–1970, τα “Επιτύμβια” 1971–1976, τα “Πορτρέτα” 1977–1987 και οι “Σκηνές θεάτρου” 1988–1991.

Στους “Καθρέφτες” δοκίμασε τις μορφοπλαστικές του δυνάμεις σ’ ένα μοτίβο, που από την φύση του δημιουργεί προβλήματα μορφής και χώρου και γεννά συμβολικούς συνειρμούς.

Στη διάρκεια της δικτατορίας ο Μυταράς φανέρωσε τις ενδόμυχες κριτικές του θέσεις για κοινωνιολογικά ζητήματα και για πανανθρώπινες αξίες. Τα “Επιτύμβια” ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία και επιβάλλονται με την όψη τους: καταρχάς με τα βαρύτιμα πλαίσια, τους κίονες και τα κιονόκρανα της αρχαίας ελληνικής πλαστικής και αρχιτεκτονικής που ορίζουν το χώρο και περιβάλλουν ανθρώπους σε απόγνωση. Ζωντανοί νεκροί ή φυλακισμένοι στο ίδιο τους το σπίτι. Οι ζωγραφισμένες φωτογραφικές εικόνες από εφημερίδες και περιοδικά, δάνεια προφανώς από το νεορεαλισμό, εντείνουν τη δραμματική ατμόσφαιρα των έργων και επιτείνουν την εξπρεσιονιστική τους όψη.

Τα “Επιτύμβια” δεν είναι κατ’ ανάγκη έργα πολιτικής διαμαρτυρίας και κριτικής, αλλά εικόνες με καθολικό περιεχόμενο, που αποτελούν την κατάθεση του ζωγράφου για το κοινωνικό σύστημα, την αποξένωση του ανθρώπου από το χώρο του και την ”ουδετερότητα” του αστικού περιβάλλοντος.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 το μοτίβο της μοτοσυκλέτας έλκει την προσοχή του. Παραμορφωμένοι από τα κράνη ασφαλείας, οι μοτοσυκλετιστές του γίνονται ένα με τις μηχανές που οδηγούν. Γεμάτα απειλητική ένταση και κίνηση, τα έργα αυτά εκφράζουν την κριτική στάση του Μυταρά απέναντι στον αγχωτικό ρυθμό της σύγχρονης ζωής. Τον ίδιο τρόπο γρήγορης γραφής χρησιμοποίησε για μια σειρά τοπίων στα τέλη της δεκαετίας του ’70, που αυτή τη φορά απεικόνιζαν ένα αλλοτριωμένο αστικό τοπίο και τους δρόμους των πόλεων, γεμάτους σήματα οδικής κυκλοφορίας.

Στα τελευταία του έργα ο Μυταράς γίνεται περισσότερο διεισδυτικός στην ουσία των μορφών. Το ότι η γραμμή περισσότερο από ποτέ εκφράζει τις διακυμάνσεις της ψυχής, αυτό είναι ολοφάνερο. Οι αντιλήψεις του πάλι για τον εξπρεσιονισμό επιβεβαιώνονται σ’ αυτη τη ζωγραφική.

Ο ίδιος ο ζωγράφος λέει στο κείμενο που γράφτηκε για την αναδρομική του έκθεση το Μάιο του 2006 στη Θεσσαλονίκη: “Μικρός ζούσα σένα σπίτι που ήταν όλο θάνατος. Αυτό πέρασε και μες στην ζωγραφική μου. Αρχικά, ζωγράφιζα σκοτεινά δωμάτια, γεμάτα φυτά που, όπως είπαμε, έβλεπα καθημερινά. Αυτά τα πρώτα έργα έχουν την σκιά μιας μητέρας που λείπει, που ελίσσεται μέσα στο χώρο. Με επηρέασε πάρα πολύ ένας τριπλός καθρέπτης που ήταν μέσα στο σπίτι, ο οποίος υπάρχει ακόμα και που χρησίμευσε σαν μοντέλο για διάφορες συνθέσεις. Όταν ζωγράφιζα επιτύμβια, μου φαινόταν ότι όλοι οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν γύρω μου ήταν έτοιμοι να φύγουν. Αλλά πριν φύγουν ήταν πάνω σε μοτοσικλέτες, μέσα σε τηλεφωνικούς θαλάμους, μέσα σε σπίτια, σε καφενεία. Πρέπει να ήταν μια σκιά απαισιοδοξίας. Οι σκηνές της διδακτορίας και τα επιτύμβια είχαν το ίδιο ύφος με την διαφορά ότι στην περίπτωση της δικτατορίας ήταν πιο φανερό το θέμα. Στο άλλο ήταν μεταφυσικό μολονότι πιστεύω ότι το επιτύμβιο δεν είναι κάτι εντελώς μεταφυσικό: είναι αυτό που μένει όταν φεύγει κάποιος’’

Το 2008 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Την ίδια χρονιά όμως ξεκινά η περιπέτεια του σπουδαίου εικαστικού με την όραση του.

Μελανό σημείο η διαγραφή του από την Ακαδημία Αθηνών της οποίας μέλος είχε εκλεγεί μόλις το 2008. Ο ίδιος είπε τότε εκφράζοντας την πικρία του: “Η απόφαση της Συγκλήτου να τεθεί στα μη ενεργά μέλη της, μου κοινοποιήθηκε στις 18/5/2010, δύο χρόνια αφότου είχα εκλεγεί και ενώ είχε προηγηθεί επιστολή μου με την οποία γνωστοποιούσα την ασθένειά μου, ‑οπτική νευροπάθεια‑, που με ανάγκαζε να μπαινοβγαίνω στα νοσοκομεία. Ακολούθησαν κι άλλες επιστολές με τις ιατρικές γνωματεύσεις της πάθησής μου από τη Σουηδία. Έλειψα περισσότερο από έναν χρόνο, δεν μπορούσα για λόγους υγείας να παραστώ στην Ολομέλεια και σύμφωνα με το καταστατικό της Ακαδημίας Αθηνών, η απουσία πάνω από ένα χρόνο άνευ αδείας, θεωρείται παραίτηση. Αρρώστησα από μια ασθένεια που σύμφωνα με τους γιατρούς, απαιτεί τις περισσότερες φορές, τέσσερα χρόνια για να θεραπευτεί. Τώρα η όρασή μου έχει βελτιωθεί αλλά η διαγραφή μου με τσάκισε ηθικά”.

Αν ξύσεις ένα έργο τέχνης θα βγεί αίμα’’ έλεγε ο Δημήτρης Μυταράς που θα παραμείνει για πάντα κοντά μας με το έργο του κι ας “έφυγε” ….

Ήταν ένας στοχαστικός καλλιτέχνης, ουμανιστής, ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων του καιρού του και σχολιαστής των πολιτικοκοινωνικών προβλημάτων, πράγμα που αποδεικνύει η ίδια η ζωγραφική του…

Previous
Previous

Πενθώντας μία σχέση, πενθώντας για μία σχέση ή πενθώντας σε μία σχέση;

Next
Next

Σούπερ μάρκετ: Τρίμηνη απαγόρευση προσφορών σε περισσότερα προϊόντα