Αγορά εργασίας
Αγορά εργασίας: 2 στους 3 μένουν το πολύ 4 χρόνια στην ίδια θέση
Η επικράτηση νέων, υβριδικών μοντέλων εργασίας, με ευελιξία στον τόπο και τον χρόνο απασχόλησης, η έντονη κινητικότητα, αλλά και οι χιλιάδες κενές θέσεις απασχόλησης οδηγούν αργά αλλά σταθερά και την εγχώρια αγορά εργασίας σε έναν ριζικό μετασχηματισμό. Μάλιστα, σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, τα διαφορετικά αυτά μοντέλα διαμορφώνουν και νέα δεδομένα στη συζήτηση για την αναγκαιότητα αύξησης των μισθών, καθώς πλέον ευελιξία και κινητικότητα εξελίσσονται σε όπλο στα χέρια των εργαζομένων, προκειμένου να αυξήσουν τις απολαβές τους.
Η Καθημερινή, με τη βοήθεια του εργατολόγου - δικηγόρου Γιάννη Καρούζου καταγράφει τις αλλαγές στη λειτουργία και τη δομή της αγοράς εργασίας, όπως είναι η αναζήτηση νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων από τους ίδιους τους εργαζομένους, η ανάγκη για καλύτερες συνθήκες εργασίας και επιπλέον παροχές, πέραν των αμοιβών, αλλά και ο σταδιακός μετασχηματισμός του μοντέλου απασχόλησης.
Πρόσφατη έρευνα του ιστότοπου kariera.gr στο LinkedIn με περισσότερες από 20.000 συμμετοχές, αποκάλυψε πως το 41% αλλάζει δουλειά κάθε 2-3 χρόνια, ενώ υπάρχει και ένα 11% που αλλάζει δουλειά κάθε χρόνο. Αλλο ένα 16% αλλάζει δουλειά κάθε 4 χρόνια τουλάχιστον. Δηλαδή το 68% των εργαζομένων –πάνω από 2 στους 3– παραμένουν στην ίδια θέση από 1 έως και 4 χρόνια το πολύ, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες και απολαβές.
Σύμφωνα, άλλωστε, με την πλέον πρόσφατη έρευνα της Adecco για την απασχολησιμότητα στην Ελλάδα, το συντριπτικό 81% απαντάει πως συμφωνεί ή απόλυτα συμφωνεί (από μόνο του 45%) πως ο μισθός του δεν είναι αρκετά υψηλός για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό. Μόλις το 5% των εργαζομένων θεωρεί ότι αμείβεται δίκαια σε σχέση με την παραγωγικότητα και τις ώρες εργασίας. Αλλωστε, για να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος ζωής οι εργαζόμενοι σε ποσοστό 41% –δηλαδή σχεδόν ένας στους δύο– σκέφτονται να αλλάξουν εργοδότη. Περισσότεροι από τους μισούς μισθωτούς (67%) επιδιώκουν την εύρεση εργασίας με καλύτερες οικονομικές συνθήκες. Το ίδιο ισχύει και για το 96% των μη εργαζομένων, που παραμένουν εκτός αγοράς εργασίας, αλλά αναζητούν –όπως λένε– μια δουλειά στην Ελλάδα με καλύτερες απολαβές.
Τηλεργασία
Η αυξημένη ζήτηση για αμοιβές που να αντισταθμίζουν το υψηλό κόστος διαβίωσης έχει οδηγήσει σε μια ακόμη ενδιαφέρουσα μεταβολή, όπως επισημαίνει ο κ. Καρούζος. Εργαζόμενοι από διάφορους κλάδους εκφράζουν την ανάγκη και για βελτιωμένες εργασιακές συνθήκες, όπως ευελιξία στα ωράρια και δυνατότητα για τηλεργασία.
Στο περιβάλλον αυτό η ψηφιοποίηση της εργασίας, αν κάποιος έχει τη δυνατότητα με τηλεργασία από το σπίτι να εξασφαλίσει εισόδημα μεγαλύτερο από τον μισθό που θα είχε σε μια παραδοσιακή διά ζώσης δουλειά με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, αλλάζει άρδην το σκηνικό.
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο κ. Καρούζος, μιλάμε συχνά για τις ελλείψεις εργαζομένων στον τουρισμό. Αν δει κανείς όμως τα αποκαλυπτικά στοιχεία για τη διάρθρωση των αμοιβών στον τομέα του τουρισμού που δημοσίευσε πρόσφατα η Randstad, στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας για τις αμοιβές, θα διαπιστώσει τα εξής: στην κορυφή της πυραμίδας οι αμοιβές είναι ικανοποιητικές. Ενας σεφ με διευθυντικά καθήκοντα ή ένας διευθυντής ξενοδοχείου μπορεί να λαμβάνουν έως και 9.000 ευρώ τον μήνα. Στη βάση της πυραμίδας, όμως, σε βασικές ειδικότητες, όπως σερβιτόροι, υπάλληλοι υποδοχής και καμαριέρες, οι ελάχιστες αμοιβές διαμορφώνονται γύρω στα 1.200 ευρώ τον μήνα (μεικτές μηνιαίες αποδοχές με βάση 14 μισθούς τον χρόνο, δηλαδή καθαρές αποδοχές 820 ευρώ).
Οι χρυσοί μισθοί
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, τις καλύτερες προοπτικές προσλήψεων παρουσιάζουν οι τομείς της τεχνολογίας και των πωλήσεων, με ποσοστό 54% και 48% αντίστοιχα, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι μηχανικοί. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού μακράν οι καλύτερες αμοιβές προσφέρονται στον κλάδο της τεχνολογίας, ενώ οι λεγόμενοι χρυσοί μισθοί, που μπορεί να ξεπερνούν και τα 10.000 ευρώ τον μήνα (μεικτά) προσφέρονται σε διευθυντικά στελέχη, εκ των οποίων τις καλύτερες αποδοχές έχουν οι επικεφαλής των τμημάτων πληροφορικής (έως 15.000 ευρώ), οι διευθυντές πωλήσεων (12.000 ευρώ) και οι οικονομικοί διευθυντές (10.000 ευρώ).
Αυτοί οι μισθοί βέβαια δεν ισχύουν για την ευρύτατη πλειονότητα των εργαζομένων.
Τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του συστήματος Εργάνη για το 2023 αποκαλύπτουν πως 1,23 εκατ. εργαζόμενοι, ήτοι 53,68% του συνόλου, εισέπρατταν μισθό έως 1.000 ευρώ, από 1,36 εκατ. εργαζομένους (60%) το 2022.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 2023 ο αριθμός των εργαζομένων αυξήθηκε μόλις κατά 47.246 άτομα, δηλαδή κατά 2,10%, με αποτέλεσμα οι μισθωτοί να φτάσουν τα 2,296 εκατ. από 2,249 εκατ. το 2022.
Οι περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι είναι γυναίκες (29.280) και πολύ λιγότεροι άνδρες (17.966) και κυρίως ηλικίας 45-64 ετών.
Στις πιο παραγωγικές ηλικίες (30-44) οι εργαζόμενοι μειώθηκαν κατά 10.910 άτομα. Κι αυτά συμβαίνουν ενώ οι εργοδότες λένε σε συντριπτικό ποσοστό 86%, σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, πως είναι πολύ ή μέτρια δύσκολο να βρουν εργαζομένους με τις σωστές δεξιότητες.
Διαμορφώθηκε στο 10,4% το ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο
Σε… στατιστική αστοχία οφείλεται η υποχώρηση της ανεργίας σε ποσοστό κάτω του 10%, όπως κατέγραψαν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Ετσι, όχι μόνο τον Ιανουάριο του 2024 επιστρέψαμε σε διψήφιο ποσοστό, της τάξης του 10,4%, αλλά και τους 3 προηγούμενους μήνες (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2023) το ποσοστό ήταν μεν σημαντικά μειωμένο σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2022, παρέμενε όμως πάνω από 10%, παρότι στα επίσημα δελτία της Στατιστικής Αρχής φαινόταν ακόμη και στο 9,2% (Δεκέμβριος 2023).
Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ, οι μηνιαίες εκτιμήσεις για τον αριθμό των απασχολουμένων, των ανέργων και του ποσοστού ανεργίας μπορεί να αναθεωρηθούν εκ των υστέρων (κατά τους επόμενους μήνες), λόγω της ενσωμάτωσης νέων δεδομένων στον υπολογισμό της εποχικά διορθωμένης χρονοσειράς, της συμπερίληψης στον υπολογισμό της χρονοσειράς των πλέον πρόσφατων τριμηνιαίων αποτελεσμάτων της έρευνας εργατικού δυναμικού και της αναθεώρησης του μοντέλου εποχικής διόρθωσης με τα πλήρη ετήσια δεδομένα της έρευνας.
Ετσι, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας τον Ιανουάριο του 2024 ήταν τελικά 10,4%, μειωμένο έναντι του 11,3% που είχε καταγραφεί τον Ιανουάριο του 2023 και σταθερό στο 10,4% σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα Δεκέμβριο. Μόνο που στο προηγούμενο δελτίο της Αρχής, η ανεργία Δεκεμβρίου εμφανιζόταν στο 9,2%. Αντίστοιχα, και η ανεργία Νοεμβρίου, ενώ αρχικά φαινόταν πως έκλεισε στο 9,4%, ήταν τελικά 10,8%, όπως και τον Οκτώβριο, αντί του αρχικού 9,3%, κλείδωσε στο 10,6%.
Τα στοιχεία, όπως και τα χθεσινά του συστήματος Εργάνη, δείχνουν πως η αποκλιμάκωση της ανεργίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς φαίνεται πως έχουμε φθάσει στον σκληρό πυρήνα της δομικής ανεργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας εδώ και τουλάχιστον 7 μήνες κινείται μεταξύ 11% και 10,4%, χωρίς να μπορεί να σπάσει το φράγμα του 10%.
Τον Ιανουάριο οι άνεργοι ανήλθαν σε 495.132 άτομα, καταγράφοντας μείωση κατά 34.245 (ποσοστό 6,5%) σε σχέση με τον περυσινό Ιανουάριο, αλλά και αύξηση κατά μόλις 1.741 άτομα (ποσοστό 0,4%) συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2023.
Στον αντίποδα, οι απασχολούμενοι ήταν 4.266.094, αυξημένοι κατά 115.538 άτομα (ποσοστό 2,8%), σε σχέση με πριν από ένα χρόνο, αλλά και κατά 28.810 (ποσοστό 0,7%), σε σχέση με ένα μήνα νωρίτερα.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, υπάρχουν 3.028.607 άτομα, κάτω των 75 ετών, που θεωρούνται εκτός εργατικού δυναμικού.
Ο αριθμός τους είναι μειωμένος κατά 103.663, σε σχέση τον Ιανουάριο του 2023 (-3,3%) και κατά 29.422 συγκριτικά με τον Δεκέμβριο του 2023 (-1%).
Για έναν ακόμη μήνα διαπιστώνεται επίσης ότι το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (13,2%) σε σχέση με το 8% των ανδρών. Τέλος, η ανεργία των νέων ανήλθε στο 22,9%, υπερδιπλάσια του γενικού μέσου όρου και πάντως πολύ υψηλότερη από το 9,7% που υπολογίστηκε στις υπόλοιπες ηλικίες (25-74 ετών).
πηγή: Money Review