Κωνσταντίνος Βολανάκης
Κωνσταντίνος Βολανάκης: Ο ζωγράφος της θάλασσας
Επετειακό Αφιέρωμα
Γεννημένος στις 17 Μαρτίου 1837 στο Ηράκλειο της Κρήτης ο Κωνσταντίνος Βολανάκης θα έλθει από πολύ μικρή ηλικία σε άμεση επαφή με το υγρό στοιχείο, θα το λατρέψει και θα γίνει με τον άλλο ευαίσθητο, αλλά πρόωρα χαμένο καλλιτέχνη τον Ιωάννη Αλταμούρα, ο πλέον χαρακτηριστικός υμνητής του.
Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του μεγάλου ζωγράφου που μαζί με τον Θ. Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Ν. Γύζη και τον Γ. Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης “Σχολής του Μονάχου”.
Το 1856 αμέσως μόλις τελείωσε το γυμνάσιο στη Σύρο τον συναντούμε στην Τεργέστη, για να εργαστεί ως λογιστής στο μεγάλο οίκο εμπορίας ζαχάρεως του θείου του Αφεντούλη. Στην Τεργέστη λοιπόν ο νεαρός τότε Βολανάκης εντυπωσιάστηκε από τα μπαρόκ κτήρια και τα περήφανα ιστιοφόρα στο λιμάνι και άρχισε να γεμίζει τις άχαρες σελίδες των λογιστικών βιβλίων με πάμπολλα σκαριφήματα με βάρκες, πλοία, λιμάνια και θάλασσες. Είναι η πρώτη του απόπειρα να ασκηθεί στο σχέδιο. Το ταλέντο του εντυπωσίασε τον θείο του που αποφάσισε να τον στείλει στην Βαυαρία για να σπουδάσει ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου.
Στο Μόναχο, “τας Νέας Αθήνας’’ όπως ονομάζονταν την εποχή εκείνη η πόλη αυτή, λόγω των δεσμών της με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, οι σπουδές του θα είναι γόνιμες. Στο πρώτο στάδιο ασχολείται με την τοπιογραφία, και αργότερα, τον τέταρτο χρόνο της φοίτησής του ειδικεύεται στη θαλασσογραφία. Τον ίδιο χρόνο το 1866 βραβεύεται για το έργο του “Η Ναυμαχία της Λίσσας’’, το οποίο αγοράστηκε από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ και σήμερα βρίσκεται στα Ανάκτορα Χοφμπούργκ της Βιέννης. Το 1882 ζωγραφίζει δύο ακόμη ιστορικά ναυτικά θέματα: πρόκειται για τη “Ναυμαχία της Σαλαμίνας’’ – κατ’ άλλους “Ναυμαχία του Άκτιου’’ – και την “Πυρπόληση της Τούρκικης φρεγάδας από τον Παπανικολή’’. Η περίοδος του Μονάχου λήγει ουσιαστικά το 1883.
Το 1883 ο ζωγράφος, όντας στο κορύφωμα της σταδιοδρομίας του, αποφασίζει την επιστροφή του στην πατρίδα. Παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις του φίλου του και συμφοιτητή Ν. Γύζη ότι: “πηγαίνει εις ένα τόπον όπου οι πίνακες ζωγραφικής πωλούνται εις τον Τιτάνειον κήπον’’, ‑εννοώντας ότι η πραγματική ζωγραφική απαξιώνονταν στην χώρα μας ενώ “πέραση’’ τότε είχαν μόνο λαϊκές εικονογραφήσεις που πωλούνταν στον Κήπο των Τιτάνων του Πειραιά, δεν αλλάζει την απόφασή του και τον ίδιο χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα. Από το 1883 και μέχρι το 1903, οπότε αναγκάστηκε να παραιτηθεί για λόγους υγείας, δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας.
Στα πρώιμα έργα του, μετά την άφιξή του στο Μόναχο, βλέπουμε ότι ο ζωγράφος υπήρξε γόνιμος δέκτης των νέων ιδεών για το φώς και το χρώμα, και τη ζωγραφική μέσα στη φύση. Στα έργα της δεκαετίας 1870–1880 “Χωριό σε ολλανδκή ακτή’’, “Πλύστρες’’ και “Το Τσίρκο-Πανηγύρι στο Μόναχο’’ το χρώμα, παρόλο που δεν φτάνει στη διάλυση κάτω από την επίδραση του φωτός, ωστόσο τοποθετημένο με γρήγορες ελεύθερες πινελιές, γίνεται φωτεινό και λαμπερό με αποτέλεσμα να χάνονται οι λεπτομέρειες και οι χρωματικές κηλίδες που ορίζουν την επιφάνεια να δίνουν την εντύπωση του συνόλου. Αν και στις θαλασσογραφίες του είναι πιο κοντά στο παραδοσιακό πρότυπο της ολλανδικής τοπιογραφίας σε ό,τι αφορά την οργάνωση του χώρου, μοιράζοντας τον πίνακα σε ζώνες με ένα ορίζοντα χαμηλό και τον ουρανό, που καταλαμβάνει τα δυο τρίτα σχεδόν του πίνακα, να σχίζεται από κάθετους άξονες των καταρτιών πλοίων σε έργα όπως “οι Πλύστρες’’ ή “Τον Ποταμό’’ της ίδιας εποχής δεν διστάζει να καταστρατηγήσει τις αρχές αυτές και να φέρει το έργο πιο κοντά στον θεατή, ανεβάζοντας τον ορίζοντα ψηλότερα ή τοποθετώντας συστάδες δέντρων σε πρώτο πλάνο. Αυτές οι αρχές, μαζί με τη συγχώνευση του χρώματος και φόρμας στην απόδοση των επιφανειών, αλλά και η θεματογραφία με την οποία η ανθρώπινη μορφή εντάσσεται στην φύση σαν ισότιμο κομμάτι της, ενσωματωμένη πλήρως σε αυτήν και αποδοσμένη όπως και τα άλλα στοιχεία της, δέντρα, βάρκες, κτίσματα, κατατάσσουν τον Κωνσταντίνο Βολανάκη στους προ-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, στους οποίους η μελέτη του φωτός και η απόδοση των αντικειμένων κάτω από την επίδρασή του αποτελούν το κύριο μέλημά τους.
Ο ζωγράφος εναλλάσσει ελεύθερες μελέτες με ιμπρεσιονιστική τεχνική και γνήσιο υπαιθριστικό αίσθημα με σφικτές, αυστηρές θαλασσογραφίες, σύμφωνα με το ολλανδικό πρότυπο. Εδώ θα άξιζε να διερευνηθεί ο ρόλος της προσδοκίας μιας συγκεκριμένης πελατείας, που σχετίζεται ασφαλώς με τη ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά και τη δημιουργία εμπορικού στόλου από ατμόπλοια, που αντικαθιστούν τα ιστιοφόρα. Κατά τεκμήριο οι πελάτες των έργων που απεικονίζουν πλοία θα έπρεπε να θεωρηθούν οι νεόπλουτοι εφοπλιστές, με συντηρητικό γούστο. Έτσι πιθανά εξηγείται πως ο πρώιμος Βολανάκης, που είχε έλθει σε επαφή με τις νέες αναζητήσεις των Γάλλων στο Μόναχο, είναι πιο τολμηρός από τον καθιερωμένο πλέον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του δίπολου αποτελούν το “Πανηγύρι στο Μόναχο’’ (1876) με την ελεύθερη πινελιά, που ζωγραφίστηκε τη χρονιά της δεύτερης ιμπρεσιονιστικής έκθεσης στο Παρίσι, και ή “Έξοδος του Άρεως’’ (1894), παραγγελία για τα βασιλικά ανάκτορα της Αθήνας.
Στον Κωνσταντίνο Βολανάκη όμως έτυχε η τραγική μοίρα του Καλλιτέχνη, λόγω τόσο της επταμελούς οικογένειάς του όσο και των χαμηλών τιμών πώλησης των πινάκων του και επειδή δεν διέθετε κανένα άλλο πόρο εκτός από τη ζωγραφική του, και ευαίσθητος καθώς ήταν στις υποχρεώσεις του, αναγκάζεται να εκτελεί βεβιασμένα έργα που είναι ευτελή αντίγραφα παλαιοτέρων του θαλασσογραφιών.
Οι φόβοι του Νικολάου Γύζη επαληθεύονται τώρα: έργα του πωλούνται και στον Τιτάνειο Κήπο και στον Κήπο της Τερψιθέας. Τα τελευταία χρόνια του, είναι και τα πιο τραγικά. Κατά τον μελετητή του Μανώλη Βλάχο, αναγκάσθηκε να εργάζεται με ημερομίσθιο στο κορνιζοποιείο του Γλύτσου στον Πειραιά όπου ζωγράφιζε πίνακες που να ταιριάζουν σε μέγεθος με τις ξυλόγλυπτες κορνίζες του. Το διάστημα αυτό (από το 1903 δηλαδή) ως το θάνατό του είναι η πορεία προς την κατάρρευση. Μόνος και άρρωστος εξακολουθεί ακόμα να ζωγραφίζει…
Στις 29 Ιουνίου 1907 ο μεγάλος Θαλασσογράφος πεθαίνει, ενώ ο Παύλος Νιρβάνας έγραφε με πίκρα: ‘’Ήσαν πέντε άνθρωποι στην κηδεία του’’…