Πρόσωπα: Μέγας Κωνσταντίνoς
Πρόσωπα: Μέγας Κωνσταντίνoς
Ο Άγιος Κωνσταντίνος - Κωνσταντίνος Α' (Flavius Valerius Constantinus, 27 Φεβρουαρίου 272 - 22 Μαΐου 337), γνωστός και ως Μέγας Κωνσταντίνος, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας που κυβέρνησε από το 306 έως το 337. Γεννημένος στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Νις (Ниш, στη Σερβία), ήταν γιος του Φλάβιου Βαλέριου Κωνστάντιου, αξιωματικού του ρωμαϊκού στρατού με καταγωγή από την περιοχή της Ιλλυρίας. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν Ελληνίδα Μικρασιάτισσα, με καταγωγή από την πόλη Δρέπανο στη Βιθυνία της Μικράς Ασίας . Ο πατέρας του έγινε Καίσαρας και αναπληρωτής αυτοκράτορα στη Δύση το 293. Ο Κωνσταντίνος στάλθηκε ανατολικά, όπου ανήλθε στην ιεραρχία για να γίνει χιλίαρχος των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Γαλέριου.
Το 305 αναρριχήθηκε στο βαθμό του Αυγούστου και ανακλήθηκε δυτικά για να εκστρατεύσει υπό τον πατέρα του στη Βρετανία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 306, αναγνωρίστηκε ως Αυτοκράτορας από τον στρατό στο Εβόρακο και αναδείχθηκε νικητής σε μία σειρά εμφυλίων πολέμων εναντίον των αυτοκρατόρων Μαξέντιου και Λικίνιου για να γίνει ο μοναδικός ηγέτης Δύσης και Ανατολής από το 324.
Ως Αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος θέσπισε πληθώρα διοικητικών, οικονομικών, κοινωνικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αυτοκρατορίας. Αναδιάρθρωσε τις κυβερνητικές αρχές και για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εισήγαγε τον σόλιδο, ένα νέο χρυσό νόμισμα που έγινε το πρότυπο για τα βυζαντινά και ευρωπαϊκά νομίσματα για περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο ρωμαϊκός στρατός αναδιοργανώθηκε ώστε να αποτελείται από κινητές μονάδες πεζικού και μονάδες φρουρών ικανές να αντιμετωπίσουν εσωτερικές απειλές και εισβολές. Η θητεία του Κωνσταντίνου ως καίσαρα συνοδεύτηκε από επιτυχείς εκστρατείες εναντίον των φυλών στα ρωμαϊκά σύνορα, τους Φράγκους, τους Αλαμάνιους, τους Γότθους και τους Σαρμάτες, ακόμη και από την επαναπροσάρτηση των εδαφών που έχασαν οι προκάτοχοί του κατά την Κρίση του Τρίτου Αιώνα.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό. Αν και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως παγανιστής, κατά πολλές πηγές εγκολπώθηκε τη χριστιανική πίστη λίγο πριν τον θάνατό του, βαπτιζόμενος από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Ακόμη, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο Διάταγμα των Μεδιολάνων στα 313, σύμφωνα με το οποίο οι Χριστιανοί και οι πιστοί άλλων θρησκειών είχαν πλήρη ελευθερία να τελούν τις θρησκευτικές τους δοξασίες. Συνεκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά την οποία θεσπίστηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Ο Ναός της Αναστάσεως που χτίστηκε με τις εντολές αυτού και της μητέρας του, Αγίας Ελένης στην περιοχή του τάφου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα παραμένει το ιερότερο μέρος της χριστιανοσύνης. Παράλληλα, η παπική αξίωση για τη διαχρονική εξουσία στον Μεσαίωνα βασιζόταν στην υποτιθέμενη Δωρεά του Κωνσταντίνου (που σήμερα θεωρείται πλαστογραφία). Έχει ανακηρυχθεί Ισαπόστολος και τιμάται ως Άγιος από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με τη μητέρα του Αγία Ελένη στις 21 Μαΐου. Έχει ιστορικά αναφερθεί ως ο «Πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορας», και προώθησε έντονα τη χριστιανική πίστη. Παρά ταύτα, η σχέση του με τον Χριστιανισμό παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα που επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες.
Η εποχή του Κωνσταντίνου σημάδεψε μια ξεχωριστή εποχή στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δημιούργησε μία νέα αυτοκρατορική κατοικία στο Βυζάντιο και μετονόμασε την αρχαία αποικία Βυζάντιο σε «Κωνσταντινούπολη» όπου και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα. Η πιο άμεση πολιτική του καινοτομία ήταν ότι αντικατέστησε την Τετραρχία του Διοκλητιανού με την αρχή της αυτοκρατορικής διαδοχής, δίνοντας ως εκ τούτου το δικαίωμα της κληρονομιάς στα τέκνα του. Η μεσαιωνική εκκλησία τον θεώρησε παράγοντα αρετής, ενώ οι κοσμικοί άρχοντες τον επικαλέστηκαν ως σημείο αναφοράς και σύμβολο της αυτοκρατορικής νομιμότητας και ταυτότητας. Αρχίζοντας από την Αναγέννηση, υπήρξαν πιο επικριτικές εκτιμήσεις της βασιλείας του λόγω της ανακαλύψεως των αντικωνσταντινικών πηγών.
Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας ηγεμόνας μεγάλης σημασίας, και ανέκαθεν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Οι διακυμάνσεις της φήμης του αντικατοπτρίζουν τη φύση των αρχαίων πηγών για τη βασιλεία του. Αυτές είναι άφθονες και λεπτομερείς, αλλά έχουν επηρεαστεί έντονα από την επίσημη προπαγάνδα της εποχής, η οποία συχνά είναι μονόπλευρη· δεν έχουν επιβιώσει σύγχρονες ιστορίες και βιογραφίες που να ασχολούνται με τη ζωή και τη θητεία του. Ως πλησιέστερη μπορεί να χαρακτηριστεί το έργο του Ευσεβίου της Καισαρείας, «Vita Constantini» (ελληνιστί Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου) ένα μείγμα «ευλογίας» και «αγιογραφίας» γραμμένο μεταξύ των ετών 335 μ.Χ. και περίπου 339 μ.Χ. Εκθειάζει τις ηθικές και θρησκευτικές αρετές του Κωνσταντίνου και δημιουργεί συνεχώς μία αδιακρίτως θετική εικόνα του. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι πολλές φορές έχουν αμφισβητήσει την αξιοπιστία του. Η πλήρης κοσμική ζωή του Κωνσταντίνου βρίσκεται στο έργο αγνώστου συγγραφέως Origo Constantini, ένα έργο αβέβαιης εποχής,που επικεντρώνεται σε στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα καθώς στην ενδεχόμενη παραμέληση πολιτιστικών και θρησκευτικών ζητημάτων.
Ο Λακτάντιος, στο «De Mortibus Persecutorum», ένα πολιτικό χριστιανικό φυλλάδιο για τις θητείες του Διοκλητιανού και της Τετραρχίας, παρέχει πολύτιμες, αλλά τεντωμένες λεπτομέρειες για τους προκατόχους και την πρώιμη ζωή του Κωνσταντίνου. Οι ιστορίες του Σωκράτη της Κωνσταντινούπολης, του Σωζομενού και του Θεοδώρου περιγράφουν τις εκκλησιαστικές διαμάχες του Κωνσταντίνου και τη μετέπειτα θητεία του ως καίσαρα· από τον 4ο έως τον 6ο αι. μ.Χ., αυτοί οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί αποκρύπτουν τα γεγονότα και τις θεολογίες της εποχής του Κωνσταντίνου με κακή κατεύθυνση, ψευδής παρουσίαση και σκόπιμη αδιαφορία. Τα σύγχρονα γραπτά του Αθανασίου και η εκκλησιαστική ιστορία του Αριανού σώζονται, αλλά οι προκαταλήψεις είναι διάχυτες.
Όταν ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας, ο χριστιανισμός ήταν μια μικρή θρησκεία, χωρισμένη σε πολλές ομάδες και αιρέσεις. Ο Κωνσταντίνος έδωσε αρκετά προνόμια στους χριστιανούς ενώ έδρασε κατασταλτικά εναντίον άλλων θρησκειών όπως τον παγανισμό ή άλλων χριστιανικών αιρέσεων. Έθεσε τις βάσεις για να γίνει η Χριστιανική Εκκλησία κυρίαρχη στη θρησκευτική ζωή της αυτοκρατορίας. Το αν ο Κωνσταντίνος ήταν πράγματι χριστιανός ή απλά χρησιμοποίησε τον χριστιανισμό για την πολιτική του ανέλιξη, είναι αντικείμενο συζήτησης.
Ένα πολυσυζητημένο και μελετημένο υπό ποικίλα πρίσματα κεφάλαιο της ζωής και της πολιτικής του Κωνσταντίνου είναι η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχει ήδη προαναφερθεί ότι ο Κωνσταντίνος αξιοποίησε χωρίς διακρίσεις τους χριστιανούς στον στρατό του, εφάρμοσε στην επικράτειά του την αρχή της ανεξιθρησκίας και προστάτεψε έμπρακτα τις χριστιανικές κοινότητες με διάφορους τρόπους. Έχει λεχθεί ότι ο Κωνσταντίνος επέλεξε την ανοχή προς τον Χριστιανισμό ώστε να ενδυναμωθεί η εσωτερική συνοχή του ρωμαϊκού κράτους, το οποίο είχε επί 60 έτη μια πολύπλευρη κρίση.
Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον χριστιανισμό εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. Σύμφωνα με το διάταγμα «Οι Χριστιανοί μπορούν να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό τους».
Από τα διάφορα μέτρα που θέσπισε, μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ο κάθε άνθρωπος επίσης θα μπορούσε πια να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία πάλι αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση της κάθε χριστιανικής κοινότητας. Ακόμη ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο ως διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Η επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, ήταν μία ευνοϊκή για τους Χριστιανούς θεσμοθέτηση, αφού οι Χριστιανοί είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επισκόπους από ότι στους δικαστές τις πολιτείας. Επίσης οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή, καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθηκαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών είναι και οι χριστιανικοί ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς Αγίους Τόπους.
Με όλα αυτά τα θεσπίσματα, και παρόλο που ο ίδιος ήταν κατηχούμενος στον Χριστιανισμό, ο Κωνσταντίνος διατήρησε το αξίωμα τού pontifex maximus της κύριας θεότητας του ρωμαϊκού κράτους, του Δία, που αποτελούσε το ανώτατο αξίωμα της αυτοκρατορικής θρησκείας που ασκούσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κατά τη διάρκεια της ζωής του χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «Ημέρα του Ήλιου» (Dies Solis) και «Ανίκητος Ήλιος» (Sol Invictus). Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε υποστηρικτής της λατρείας του Ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφιέρωση του αυτή στον Ήλιο από την οικογένειά του. Δεν στέρησε τους οπαδούς της αρχαίας θρησκείας από τα δικαιώματά τους ούτε έπαψε παράλληλα να στηρίζει την παραδοσιακή θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα, σεβάστηκε τα προνόμια που είχαν δοθεί στις Εστιάδες παρθένες, το κράτος εξακολουθούσε να καλύπτει τα έξοδα για τις διάφορες γιορτές και τελετές των εθνικών, στα νομίσματα παρέμειναν για αρκετά χρόνια τα συναφή σύμβολα, ενώ αναφέρεται ότι ίδρυσε ακόμη και ναούς για τους πιστούς της ρωμαϊκής λατρείας.
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, οι πληροφορίες πως ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε ναούς της παραδοσιακής θρησκείας δεν ευσταθούν [εκκρεμεί παραπομπή] και δεν μπορούν να εξακριβωθούν με βεβαιότητα ούτε από τα ιστορικά γεγονότα ούτε από την πολιτική σκέψη του Κωνσταντίνου. Επιπλέον, είναι σημαντικό το γεγονός ότι στα χρόνια του Κωνσταντίνου ο Χριστιανισμός μπορεί να είχε εξαπλωθεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όμως οι εθνικοί εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειονότητα των κατοίκων της. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο αυτοκράτορας να στραφεί εναντίον των υπηκόων του τόσο απροκάλυπτα. Άλλωστε, ακόμη και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια η γυναίκα του και ο γιος του παρέμεναν πιστοί στους θεούς της Ρώμης. Ακόμη, το πρωταρχικό κίνητρο του Κωνσταντίνου, όταν νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό, ήταν η ομόνοια μεταξύ των πολιτών. Θα ήταν λοιπόν ενάντια στην πολιτική του να ξεκινήσει καινούργιο κύκλο αντιπαραθέσεων και διωγμών, αυτή τη φορά σε βάρος των ειδωλολατρών.[εκκρεμεί παραπομπή]
Οι κατεδαφίσεις αρχαίων ναών που πρέπει να διέταξε είναι αυτές στα Ιεροσόλυμα, όπου κατεδαφίστηκε ο ναός της Αφροδίτης από τον λόφο του Γολγοθά, για να κτιστεί ο ναός της Ανάστασης. Αυτοί οι τόποι όμως είχαν αποσυνδεθεί πλήρως από τη ρωμαϊκή λατρεία και είχαν χαρακτηριστεί ως άγιοι και θεοβάδιστοι για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα ύστερα από τις εκτεταμένες ανασκαφές που διεξήγαγε η Ελένη, συνεπώς σε αυτούς αποδόθηκαν[εκκρεμεί παραπομπή]. Ακόμη, έκλεισε θρησκευτικά κέντρα ηθικά επιλήψιμων θεοτήτων, όπως της Αστάρτης και απαγόρευσε την τέλεση νυχτερινών και μυστικών θυσιών, καθώς αυτές δεν μπορούσαν να ελεγχθούν για τα δρώμενα που επιτελούσαν οι συμμετέχοντες σε αυτές. Αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη ειδωλολατρικών ναών λεηλατήθηκαν από τους ναούς και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για τον καλλωπισμό της από τον Κωνσταντίνο[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Κωνσταντίνος, ακολουθώντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πατέρα του, είχε υιοθετήσει τον ενοθεϊσμό, την πίστη δηλαδή σε έναν υπέρτερο θεό και στην ύπαρξη άλλων μικρότερων θεοτήτων. Λάτρευε ως ύψιστο θεό τον θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητισμό, με ανάμειξη δηλαδή στοιχείων από την αρχαία ελληνική θρησκεία και από ανατολικές θρησκείες. Το πέρασμα από τον ενοθεϊσμό στον μονοθεϊσμό δεν θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ίσως ο Κωνσταντίνος δυσκολεύτηκε να υποτάξει την ορμητική του προσωπικότητα στο ασκητικό και συγχωρητικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο πρέπει να θεωρηθεί όχι ως γεγονός που έλαβε χώρα εν μιά νυκτί, αλλά μάλλον ως μια πορεία ζωής που ολοκληρώθηκε με τη βάπτισή του την ημέρα του θανάτου του.
Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός πως με τον Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τον αυτοκράτορα-θεό στον ελέω θεού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή σφραγίζει όλο τον Μεσαίωνα της Ευρώπης και αναπόφευκτα επηρεάζει και την πολιτική σκέψη. Στην πολυθεϊστική παραδοσιακή θρησκεία της Ρώμης ο αυτοκράτορας ήταν ένας ακόμη θεός επί γης και έπειτα από τον θάνατό του επέστρεφε στο Πάνθεο. Στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό αυτή η θεωρία ήταν εξ ορισμού ασύμβατη. Έτσι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε τον ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα ως του ανθρώπου που θέσει υποχρεούται να φροντίζει τους πιστούς της νέας θρησκείας. Μιλώντας σε κάποιους επισκόπους, διαχώρισε το έργο του αυτοκράτορα από αυτό του επισκόπου: «υμείς μέν των εισω της εκκλησίας, εγώ δέ των εκτός υπό Θεού κατεσταμένος επίσκοπον αν είη». Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του προς τους υπηκόους του και τους αξιωματούχους του να ασπαστούν τον Χριστιανισμό και η άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσει τους επισκόπους στη διάδοση της θρησκείας τους. Ο ίδιος πίστευε ότι ο Θεός τού είχε αναθέσει την ειδική αποστολή να φέρει την αρμονία στο κράτος και την εκκλησία. Η εκκλησία, αντίστοιχα, τον θεωρούσε δούλο Θεού και τη μεταστροφή του θεία ενέργεια που αποσκοπούσε στην επέκταση του χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται.
Αιτία για μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες των Χριστιανών υπήρξε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνος ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, ίσως στο μεγαλύτερο φιλοσοφικό κέντρο της εποχής. Ο Άρειος, απόφοιτος της θεολογικής σχολής του Λουκιανού στην Αντιόχεια, άρχισε να διατυπώνει τη θεωρία πως ο Χριστός ήταν «κτίσμα» του Θεού και δεν ήταν και ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία του Αρείου, η οποία έμεινε γνωστή ως Αρειανισμός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Η βαθιά μόρφωση του Αρείου και η δεινότητα του λόγου του (χαρακτηριστική είναι η παροιμία της εποχής «του Αρείου το απύλωτον στόμα») οδήγησαν πολλούς ανθρώπους από όλες τις τάξεις να ασπαστούν τις πνευματικές του πεποιθήσεις. Έτσι, σύντομα βρέθηκε να στηρίζεται από οπαδούς σε ολόκληρη την Ανατολή, παρά τον αφορισμό και το ανάθεμα που εξαπέλυσε εναντίον του ο γηραιός επίσκοπος Αλεξάνδρειας Αλέξανδρος. Ανάμεσα στους οπαδούς του Αρείου ήταν οι επίσκοποι Νικομήδειας Ευσέβιος και Καισαρείας Ευσέβιος, προσωπικοί φίλοι του αυτοκράτορα, καθώς και μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, με σημαντικότερη ίσως την αδελφή του Κωνσταντίνου, τη nobilissima femina Κωνσταντία, που όπως έχει προαναφερθεί απολάμβανε ιδιαίτερη εύνοια από τον αδελφό της.
Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε αρχικά να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, μέσω μιας επιστολής που απέστειλε και στις δύο πλευρές με αγγελιοφόρο τον επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας. Επιστρέφοντας ωστόσο, ο επίσκοπος εξήγησε στον Κωνσταντίνο την πολιτική σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.
Πληροφορίες σχετικά με τη Σύνοδο έχουμε μόνο από τους συμμετέχοντες και ιστορικούς, καθώς δεν διασώζονται πρακτικά, αν υποτεθεί ότι κρατήθηκαν. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου ενώ ο Άρειος και οι πιο θερμοί οπαδοί του καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία.
Παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση, ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία, και τιμώρησε με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Αρείου στη Σύνοδο, τον Αθανάσιο, Αρχιδιάκονο της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Ο Αθανάσιος παρέμεινε εξόριστος μέχρι την άρση της ποινής από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, την ημέρα που βαπτίσθηκε Χριστιανός. Για τους λόγους της μεταστροφής αυτής του Κωνσταντίνου δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών. Έχουν αναφερθεί λόγοι όπως η επίδραση της αυλής, οικογενειακοί λόγοι, η πολιτική επιρροή του Αρειανισμού στην Ανατολή κ.α
πηγή:
Vasiliev, A. A. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Παναγοπούλου, Αγγελική. «Ο Μέγας Κωνστατίνος και ο μύθος του: σύμβολο και πηγή εξουσίας σε Βυζάντιο και Δύση τον 10ο αιώνα». Περί Ιστορίας 5 (2006),