Σύνδρομο του καλού παιδιού
Το σύνδρομο του καλού παιδιού αναφέρεται τόσο στην «εικόνα» ενός ανθρώπου όσο και σε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ως παράδειγμα αυτής της εικόνας του καλού παιδιού: Ένα καλό παιδί δεν φωνάζει, δεν κάνει φασαρία και δεν ενοχλεί. Κάθεται ήσυχα στη θέση του και αφήνει τους μεγάλους να μιλήσουν. Ένα καλό παιδί δεν παραπονιέται, δεν δυσαρεστείται και δεν αντιμιλά.
Ο θυμός και η στεναχώρια δεν είναι συναισθήματα που θα έπρεπε να εκφράζονται από ένα καλό παιδί. Αν ενοχλήθηκε από κάτι ή κάποιον, δεν θα πρέπει δείξει αυτήν του την ενόχληση.
Ένα καλό παιδί, κάνει τα μαθήματά του, πηγαίνει όπου θέλουν να το πάνε οι γονείς του, ακούει σε όλα τα πρέπει και τους κανόνες των μεγάλων κλπ. Επιπλέον, δεν μπορεί να πει όχι, ούτε να αντιδράσει κάπως, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να έχει αρνητικά αποτελέσματα και κυρώσεις για το ίδιο.
Μια γενική αίσθηση και εικόνα για τα «καλά» παιδιά, είναι ότι θα πρέπει να είναι τέλεια! Ενώ αντίθετα, εάν τα παιδιά δεν έχουν αυτήν την αναμενόμενη συμπεριφορά που περιμένουν οι γονείς τους (και γενικά οι μεγάλοι) είναι μάλλον «κακά» παιδιά ή «δύσκολα».
Τι κάνει ένα παιδί «καλό»;
Η συμπεριφορά του καλού παιδιού έχει χτιστεί πάνω στη βάση, ότι καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες και όχι από μια δικιά του αυθεντική έκφραση. Ως εξωτερικοί παράγοντες, αναφέρονται οι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι θα αποδεχτούν ή θα απορρίψουν, με βάση τα δικά τους κριτήρια, τη συμπεριφορά ενός «καλού» παιδιού.
Το ζήτημα με το «καλό» παιδί, είναι ότι δεν επέλεξε να είναι καλό. Απλώς δεν είχε άλλη επιλογή και δεν ήξερε είτε τι να κάνει, ή ποιο ήταν το κοινωνικά αποδεκτό.
Ένα καλό παιδί, δεν έχει μάθει να είναι ανεξάρτητο και αυτόνομο, τουλάχιστον σε συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο. Επιπλέον, δεν γνωρίζει τα standards και τα όρια της ανοχής του, ενώ αντιθέτως αποδέχεται αυτό που του δίνεις χωρίς κανένα σχόλιο ή παράπονο.
Η αποδοχή των άλλων άνευ όρων ή υπό συνθήκες
Αναφορικά με την άνευ όρου αποδοχή σημαίνει ότι, σε αποδέχομαι γι’ αυτό που είσαι και γι’ αυτό που κάνεις. Όχι γι’ αυτό που εγώ προσδοκώ από εσένα να κάνεις ή να μου δώσεις.
Η αποδοχή μας προς κάποιον άλλον, δεν είναι άφεση αμαρτιών, ούτε συγχώρεση, ούτε ότι εθελοτυφλούμε, ως προς αυτό το άτομο.
Αποδεχόμαστε, το ποιος είναι το άλλο άτομο με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του και με αυτά που μπορεί και δεν μπορεί να κάνει. Τουλάχιστον στην παρούσα στιγμή.
Με το να αποδεχόμαστε κάποιον, ουσιαστικά δίνουμε αξία στο άτομο. Ενώ παράλληλα, του δείχνουμε τον σεβασμό την εκτίμηση και την αγάπη μας. Τέλος του «αναγνωρίζουμε» το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του. Δηλαδή, να είναι διαφορετικός από εμάς και να μην δρα με τους τρόπους που θα δρούσαμε εμείς.
Αντιθέτως, η αποδοχή υπό όρους, σημαίνει ότι θα σε αποδέχομαι, μονάχα όταν μου καλύπτεις τα δικά μου standards, τις δικές μου ανάγκες και κάνεις εμένα χαρούμενο/η. Μόνο όταν κάνεις κάτι που είναι αποδεκτό σε εμένα και μου αρέσει, τότε θα λάβεις και από εμένα κάτι σαν αντάλλαγμα.
Για παράδειγμα, αν ένα παιδί σε ένα διαγώνισμα μαθηματικών πάρει βαθμό 13:
Στην αποδοχή άνευ όρων, ο γονιός θα αναγνωρίσει την προσπάθεια του παιδιού του και θα το συγχαρεί, δίχως να το κακοκαρδίσει. Ενώ παράλληλα, θα προσπαθήσει να συζητήσει τους τρόπους που μπορούν να το βοηθήσουν να τα πάει ακόμη καλύτερα. Ή θα προσπαθήσουν να βρουν ενδεχόμενα εμπόδια, που δυσκολεύουν το παιδί στο διάβασμά του και τρόπους ώστε να τα εξαλείψουν.
Αντιθέτως, στην αποδοχή υπό όρους, ο γονιός ενδεχομένως να ήταν ικανοποιημένος μονάχα αν έβλεπε έναν βαθμό από 18 και πάνω. Σε μια τέτοια συνθήκη: μπορεί να φώναζε στο παιδί, να το έβαζε τιμωρία, ή ακόμα και το να το έκανε να αισθανθεί άχρηστο ή ανίκανο – και ακόμα χειρότερα να έλεγε κάτι τέτοιο φραστικά, ή ακόμα και να το μάλωνε.
Το καλό παιδί εσωτερικά
Στην περίπτωση της υπό όρους αποδοχής όπως είδαμε στο παραπάνω παράδειγμα, το παιδί ασυνείδητα, μαθαίνει σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Αυτός ο τρόπος σκέψης εστιάζει, όχι μόνο στην απόδοση και τις επιδόσεις του, αλλά και γενικά στην συμπεριφορά του παιδιού και στο να προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με το τι είναι αποδεκτό από τους άλλους.
Ειδάλλως, σε αντίθετη περίπτωση μαθαίνει πως, όταν δεν καλύπτει τα standards και τις επιθυμίες/ανάγκες των άλλων, θα υπάρχουν κάποιες κυρώσεις.
Αυτές οι κυρώσεις μπορεί να είναι:
Να μην λαμβάνει την εκτίμηση, των σεβασμό ή την αγάπη.
Φόβος ότι γενικά θα σταματήσουν να το αγαπούν.
Τιμωρία (φωνές και σωματική βία).
Φραστικές επιθέσεις: «είσαι άχρηστος ή ανίκανος», ή «δεν θα καταφέρεις τίποτα στη ζωή σου», κλπ.
Να συγκρίνεται με άλλα άτομα και να το υποτιμούν για τις ικανότητές του.
Να λαμβάνει αρνητική κρητική για τη συμπεριφορά του, τις προσδοκίες και τα όνειρά του κ.α.
Προπάντων, το παιδί δημιουργεί μια περσόνα ενός «καλού παιδιού», το οποίο προσπαθεί να ικανοποιεί τους άλλους γύρω του. Ασχέτως, αν εκείνο μέσα του δεν είναι ικανοποιημένο. Ως αποτέλεσμα, το «καλό» παιδί δεν πορεύεται σε ένα δικό του μονοπάτι, καθώς περιτριγυρίζεται από τον φόβο, το άγχος, τις τύψεις και τις ενοχές για το αν ξεφύγει από τον ρόλο αυτής της περσόνας που έχει οικειοποιηθεί.
Φυσικά, ανησυχεί και φοβάται για τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Τα συναισθήματα δεν φεύγουν όσο και να κοιτάς αλλού
Επιπλέον, το καλό παιδί έχει συνηθίσει να καταπνίγει τόσο τα συναισθήματά του – δίχως να γνωρίζει πώς να τα διαχειρίζεται. Όσο και την αυθεντικότητά του.
Όταν πλέον ως ενήλικος θα προσπαθήσει να εκφραστεί, θα είναι πια αργά. Διότι αρχικά, οι αποδέκτες θα είναι άλλα άτομα και όχι αυτοί που θα έπρεπε να είναι εξαρχής.
Επιπρόσθετα, το καλό παιδί δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, δίχως να βασανίζεται και να εγκλωβίζεται μεταξύ της ατέλειας του και της τελειότητας της περσόνας του.
Η γνησιότητά του σαν άτομο υπονομεύεται, μπρος τον κύριο σκοπό του, να μην γίνει κακό παιδί, διότι αυτό, μπορεί να έχει ώστε αποτέλεσμα να απορριφθεί, εγκαταλειφθεί, υποβιβαστεί, τιμωρηθεί, κλπ., από τους άλλους.
Άρνηση και αποφυγή των συναισθημάτων που βιώσαμε
Τα συναισθήματα όμως, δεν φεύγουν όσο και να κοιτά κάποιος αλλού. Η εμπειρία που βιώθηκε, όντως βιώθηκε και καταγράφηκε. Με αποτέλεσμα, κάπου μέσα στο «καλό» παιδί, να υπάρχουν συναισθήματα δυσφορίας, θυμού, αδικίας, άγχους, φόβου κλπ. Αυτά τα συναισθήματα με τη σειρά τους, δημιουργούν εγκεφαλικές συνδέσεις και χτίζουν πεποιθήσεις και εικόνες εαυτού.
Το να κάνουμε ότι δεν βιώσαμε αυτά τα συναισθήματα, ή να υποβαθμίζουμε την σημαντικότητά τους, δεν τα κάνει αυτόματα να χάνονται. Ούτε φυσικά, να χάνουν την επιρροή τους πάνω μας.
Κάπως, αυτά τα συναισθήματα ίσως να τα ξεσπάμε, ακόμη και σε φαντασιακό επίπεδο, εκεί που θα θέλαμε να τα ξεσπάσουμε. Όπως και να χει, αυτά τα συναισθήματα θα στραφούν κάπου. Είτε σε άλλα άτομα, είτε σε φαντασιακό επίπεδο, είτε σε δημιουργικό επίπεδο (καλλιτέχνες), είτε στον ίδιο μας τον εαυτό.
Οι εμπειρίες μας, μικρές οι μεγάλες, στις οποίες βιώσαμε κάποια συναισθήματα και πάνω σε αυτά έγιναν κάποιες σκέψεις και συμπεριφορές δεν χάνονται. Απλώς σταματούν να βρίσκονται στο συνειδητό μας, και ενεργούν πλέον ασυναίσθητα, γιατί γίνανε μια ρουτίνα ή μια συνήθεια.
Γιατί πέρα απ’ όλα τα άλλα είναι και συνήθεια, όταν σου ζητούν κάτι που δεν θες να κάνεις, εσύ να λες πάντα ναι.
Ή όταν θέλεις να πεις μια άποψη ή πρόταση, έχεις απλά συνηθίσει να μην το κάνεις. Γιατί θα σκέφτεσαι αν οι άλλοι θα την λογοκρίνουν και ότι θα υπάρχει ένα «καταστροφικό» αποτέλεσμα.
Το καλό παιδί ως έφηβος – ενήλικας
Κάποια στιγμή βέβαια όπως είναι λογικό, το «καλό» παιδί θα χρειαστεί να αρχίζει την ενήλική ζωή του, με ό,τι εκείνη περιλαμβάνει.
Αν όμως το μοτίβο συμπεριφοράς που έχει συνηθίσει είναι: να ικανοποιεί πάντα τους άλλους και να λέει πάντα ναι θα συνεχίσει αυτό ακριβώς το μοτίβο συμπεριφοράς. Ενώ ταυτόχρονα, θα προσελκύει τους ανθρώπους που θα μπορούν και εκείνοι με την σειρά τους, να συνεχίσουν αυτό το μοτίβο.
Ως αποτέλεσμα, η αυτό-αξία του και η αυτό-εκτίμησή του θα υπάρχουν, μονάχα μέσω των άλλων. Μόνο εάν οι εξωτερικοί καθρέφτες του (φίλοι, ερωτικοί σύντροφοι, συνεργάτες, κλπ), τού δώσουν αυτήν την αποδοχή, εκτίμηση και αξία.
Επομένως, θα του είναι αρκετά σημαντικό να τους κρατήσει στη ζωή του, καθώς από εκεί θα πηγάζει το αίσθημα της αυτό-αξίας του. Τέλος, θα αγχώνεται και θα φοβάται κάθε φορά, το ενδεχόμενο οι άλλοι να τον απορρίψουν ή να τον εγκαταλείψουν, αν πει ή κάνει κάτι που δεν τους αρέσει.
Ένα από τα βασικά στοιχεία στο σύνδρομο του καλού παιδιού, είναι ότι το άτομο, δεν έχει συνηθίσει στη σκέψη ότι δεν χρειάζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, να υπάρχουν οι ίδιες ανάγκες και προτιμήσεις και από τους δύο.
Αυτό συμβαίνει επειδή, δεν έμαθε να διαφοροποιεί την κάλυψη των δικών του αναγκών, με τις ανάγκες των άλλων.
Όπως χρειαζόμαστε εμείς αποδοχή, έτσι χρειάζεται να αποδεχτούμε και τους άλλους, γι’ αυτά που μπορούν ή δεν μπορούν να κάνουν και να δώσουν. Και ότι είναι εντάξει να είμαστε τέλεια ατελή όντα.
Ωστόσο, εάν στη σχέση σας με έναν φίλο, ή σύντροφο, το άλλο άτομο:
Δεν θέλει να περνάει χρόνο μαζί σας,
Σας δείχνει ασέβεια και ότι δεν σας εκτιμά
Και γενικά οι αξίες και οι αρετές σας δεν συμβαδίζουν αρμονικά
Τότε, ενδεχομένως εκεί, χρειάζεται είτε να θέσετε ή να βάλετε τα όριά σας, ή ενδεχομένως να χρειαστεί να επαναξιολογήσετε τη σχέσης σας με αυτό το άτομο.
Τέλος, το άτομο που έχει το σύνδρομο του καλού παιδιού, δεν έμαθε ή δεν του επιτράπηκε κάποιες φορές: να μην είναι καλά, να μην είναι ευχάριστο και να μπορεί να έχει τις μαύρες του.
Η άνευ όρων αποδοχή που αναφέρθηκε και παραπάνω, ουσιαστικά σημαίνει να αποδέχομαι και τη «σκοτεινή» πλευρά του άλλου και να του δίνω την δυνατότητα να μην αισθάνεται πάντα καλά.
Ουσιαστικά, η «αρρώστια» του καλού παιδιού είναι ότι δεν του έχει επιτραπεί να είναι και «κακό» παιδί. Με τον όρο κακό παιδί, δεν εννοείται ούτε η παραβατικότητα, ούτε η έλλειψη ενσυναίσθησης και συμπόνιας προς τους άλλους.
Αυτό που εννοείται, έχει να κάνει πάλι με το κατά πόσο το παιδί αυτό, θα καλύπτει τα standards, τις προσδοκίες, τις επιθυμίες και τις ανάγκες, τόσο των γονιών του, όσο και των άλλων γύρω του
Συγγραφή:
Γιώργος Καπετανγεώργης
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας - Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής.
Ενεργό μέλος στο BACP (British Association of Counselling and Psychotherapy).