Τουρισμός: Η Αθήνα χάνει τα βαριά πορτοφόλια – Φόβοι για βατερλό στα έσοδα
Ανησυχητική η πτώση των τουριστικών εσόδων φέτος.
Μπορεί οι αφίξεις τουριστών στην Αθήνα να είναι αυξημένες, πλην όμως δεν ξοδεύουν ούτε… ευρώ. Μέχρι στιγμής τα οφέλη της τουριστικής κίνησης στην χώρα δεν αποτυπώνονται στον τζίρο των εμπορικών καταστημάτων.
Ο παρατεταμένος καύσωνας περιόρισε την αγοραστική κίνηση με αποτέλεσμα οι απώλειες στον τζίρο να αγγίζουν το 30% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Οι πρώτες δύο εβδομάδες των εκπτώσεων, που παραδοσιακά είναι οι καλύτερες σε αγοραστική κίνηση, «κάηκαν» από τις υψηλές θερμοκρασίες του Ιουλίου, ιδιαίτερα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στόχος του λιανικού εμπορίου το φετινό καλοκαίρι είναι ο συνολικός τζίρος του διμήνου Ιουλίου-Αυγούστου να κινηθεί πάνω από τον περυσινό πήχη των 6,6 δισ. ευρώ και να ξεπεράσει φέτος τα 7 δισ. ευρώ. Η αύξηση του τζίρου το παραπάνω δίμηνο στηρίζεται και στις αυξημένες τουριστικές ροές, κατά την περίοδο των θερινών εκπτώσεων, όπου οι ξένοι επισκέπτες μπαίνουν στο άθροισμα του τζίρου με την «εισαγόμενη κατανάλωση».
Οι τουρίστες δεν… ψωνίζουν
«Ήταν στραβό το κλίμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος» λέει μια παροιμία. Ενώ η τουριστική σεζόν ξεκίνησε με ούριο άνεμο, με τις αφίξεις και τα έσοδα να κινούνται από το 2019, εντούτοις το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου ήρθε και… προσγείωσε τον ενθουσιασμό.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές στη Ρόδο, ενός από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς της χώρας, βύθισαν την τουριστική κίνηση, ενώ τα δυσφημιστικά σχόλια στα social media από ξένους επισκέπτες για αισχροκέρδεια στην Μύκονο φρέναραν τα τουριστικά έσοδα.
Κύκλοι της αγοράς μιλώντας στον ΟΤ λένε ότι «τουρίστες υπάρχουν στην Αθήνα, αλλά δεν ψωνίζουν». Παρά τις δελεαστικές τιμές και τις προσφορές σε όλο το φάσμα της αγοράς, τα ταμεία των επιχειρήσεων δείχνουν «αναιμικά».
Αυτό που λένε οι ίδιοι κύκλοι είναι ότι δεν μετράει πόσοι επισκέπτες θα προτιμήσουν τη χώρα μας φέτος, αλλά πόσο… βαρύ πορτοφόλι θα έχουν, εξ ου και η στόχευση σε τουρισμό υψηλών εισοδημάτων.
Φέτος η Ελλάδα έχασε τους Κινέζους, οι οποίοι μετά τον Covid και την καραντίνα που τους επέβαλλε η κυβέρνηση βάζουν ως προτεραιότητα τα ταξίδια σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, η Ρώμη, η Μαδρίτη, η Βαρκελώνη… και μετά η Αθήνα και γενικά η Ελλάδα. Οι τουρίστες αγόραζαν διάφορα προϊόντα και οι πιο επιφανείς οικονομικά έρεπαν προς τα είδη πολυτελείας.
Πάντως οι επιχειρηματίες θεωρούν κρίσιμο τον Αύγουστο για την εξέλιξη των τουριστικών εσόδων, καθώς είναι ο μήνας με τη μεγαλύτερη κίνηση από το εξωτερικό, έχοντας παράλληλα υψηλές προσδοκίες και για τον όγκο των αφίξεων τον Σεπτέμβριο.
Οι εισπράξεις
Ο Μάιος αποτέλεσε μεγάλη τονωτική «ένεση» για τις τουριστικές εισπράξεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), τα έσοδα τον Μάιο αυξήθηκαν κατά 24,8% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, φτάνοντας τα 1,75 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στην ταξιδιωτική κίνηση του Μαΐου, μέσω αεροδρομίων αυξήθηκε κατά 14,2% σε σύγκριση με το Μάιο του 2022 και αυτή μέσω οδικών συνοριακών σταθμών κατά 9,8%. Η αύξηση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης προήλθε από την άνοδο της ταξιδιωτικής κίνησης τόσο από τις χώρες της ΕΕ-27 κατά 12,7% όσο και από τις χώρες εκτός της ΕΕ-27 κατά 15,8%.
Ποιοι και πόσα ξόδεψαν πέρυσι
Οι Αμερικάνοι ξοδεύουν τα περισσότερα ανά επισκέπτη στη χώρα μας, οι Γερμανοί είναι πιο συντηρητικοί στις ταξιδιωτικές τους δαπάνες από άλλους Ευρωπαίους σε περιόδους κρίσεων, ενώ οι Βρετανοί δεν «καταλαβαίνουν» από πληθωρισμό και αναμένεται να αποτελέσουν τον πρωταγωνιστή για το 2023, στη χώρα μας. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από το Market Outlook «Ταξιδιωτική συμπεριφορά και οικονομικές συνθήκες στις κύριες αγορές εισερχόμενου τουρισμού- 2023» του INSETE.
Μετά του Αμερικάνους η κατά κεφαλή δαπάνη των οποίων στη χώρα μας ξεπερνά τα 1.000 ευρώ (1.101 ευρώ) ακολουθούν οι Ελβετοί με 879 ευρώ, οι Γερμανοί με 748 ευρώ, οι Αυστριακοί με 741 ευρώ και την πρώτη πεντάδα συμπληρώνουν οι Γάλλοι με 726 ευρώ.
Tα στοιχεία αφορούν το 2022, ενώ το πως θα κυμανθούν φέτος οι συνολικές ταξιδιωτικές δαπάνες, οι αφίξεις και συνεπώς και η κατά κεφαλή δαπάνη είναι ακόμη ζητούμενο.
πηγή: ΟΤ