Τα Πάνω Κάτω

Από έρωτα μείναμε εδώ και θέλω όσοι έρχονται να ερωτεύονται κι αυτοί το Νησί.. Η Τήνος άλλωστε έχει παραμύθι

ΤΑ ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ

Πάνω Μεριά, Κάτω Μεριά, Έξω Μεριά, έτσι χωρίζουν οι Τηνιακοί το νησί τους. Τι κι αν η Πάνω Μεριά είναι στον Νότο και η Κάτω στον Βορρά – να και ο πρώτος περιστεριώνας. Ένδειξη οικονομικής ευμάρειας για κάθε σπίτι, οι ιδιοκτήτες τους συναγωνίζονταν στη διακόσμηση. Ποιος πιάστηκε να κάμει τέχνη τη φωλιά των περιστεριών; Σίγουρα κάποιος Τηνιακός τεχνίτης αφήνοντας κληρονομιά ένα φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο. Ανεβαίνω σκαλιά, κατεβαίνω σκαλιά. Έτσι σκαλωτά είναι καμωμένα τα χωριουδάκια της Πάνω Μεριάς, γεμάτα θολωτά καλντερίμια και σπίτια μ’ αυλές ονειρεμένες.

Στον Τριαντάρο η επίσκεψη μοιάζει με προσκύνημα στην άκρη του γκρεμού. Η θέα σε μαγεύει. Περιπλάνηση στα πρώτα σοκάκια – οι πρώτοι λαβύρινθοι. Στολίδια τα υπέρθυρα πάνω απ’ τις ξεβαμμένες πόρτες. Παντού λουλούδια χρωματίζουν κατοικημένα μα και έρημα σπίτια. Γοητεία που σε κάνει να χάνεσαι και σε προϊδεάζει για τη συνέχεια... Δέηση στο άπειρο του Αιγαίου.

Στα Δυο Χωριά γίνεσαι αετός. Καλοζυγιάζεσαι στον άνεμο κι αφήνεσαι χωρίς να γυρεύεις θήραμα. Καμάρες που κρύβουν μυστικά σπιτάκια. Φωλιές που προστατεύουν από τον βοριά.

Κρήνες σε υποδέχονται, σκαλιά που φανερώνουν παραμύθια σε αυλές που από παιδί δεν είδες. Γεράνια και ρόδα, γαρίφαλα και σκιερές κληματαριές. Καφές ελληνικός και αισθήσεις λεύτερες να ταξιδέψουν. Κι εκεί που λες πως τα έχεις δει όλα, ξάφνου μια εκκλησιά με μπαλκόνι στο υπερπέραν, περίτεχνα μαρμάρινα κάγκελα, σκαλισμένα ποιήματα και προτομές να θαυμάζεις την αισθητική τους – και αυτό στην Τήνο επαναλαμβάνεται διαρκώς, σαν κάτι φυσικό...

Στην πλατεία, πλατάνια γερά για να στερεωθεί η γιορτή. Ένα καινούργιο καφέ έχει ανοίξει. Μία ακόμη πηγή – νερομάνα και νοικοκυρά, με τα «ξινάρια», τις παραδοσιακές τηνιακές πλύστρες και το χαμόγελο του κ. Αλέξανδρου, που νοσταλγεί την εποχή που το χωριό είχε κόσμο και τέσσερα καφενεία.

Στον Φαλατάδο οι καμπάνες σέρνουν τραγούδι. Στην είσοδο του οικισμού με το πλακόστρωτο δρομάκι, το «Σπίτι του σκίτσου» που δημιούργησαν οι αδερφοί Μητρόπουλοι. Έξυπνα σχέδια που φέρνουν μειδίαμα ή γέλιο τρανταχτό. Πιο μέσα η επιβλητική εκκλησία με το περίτεχνο ψηφιδωτό και γύρω της το παραδοσιακό καφέ-παντοπωλείο κι ένα περιποιημένο ρακάδικο. Ένα σοκάκι οδηγεί στο παλιό κατώι του συλλέκτη Αργύρη Βιδάλη, που αποτελεί ταυτόχρονα λαογραφικό μουσείο και έκθεση πρωτότυπων δημιουργιών. Το περίφημο ρακεζιό του Φαλατάδου, η γιορτή της απόσταξης της τηνιακής ρακής, ξεκινά σε λίγες μέρες... Τοπίο αλλόκοτο, σεληνιακό, σπαρμένο με γρανιτένιους βράχους.

Επτά μύθοι για τη δημιουργία του, μα εμείς κρατήσαμε τον έναν: απομεινάρια της μάχης μεταξύ Τιτάνων και Γιγάντων πλάθουν φιγούρες με το φως και τις σκιές. Μες στο τιτάνιο πεδίο βολής είναι χτισμένος ο Βώλακας, αόρατος από τη θάλασσα. Πόρτες και παραθύρια με ζωγραφιστά ποιήματα: Καβάφης, Βρεττάκος, Βάρναλης, Γκάτσος, Καββαδίας, Ελύτης, Σικελιανός, Σεφέρης. Δημιουργός τους ο Λάσκος Λασκαρίδης, που ήρθε τρία χρόνια πριν απ’ την Αθήνα κι είχε τη σκέψη να ομορφύνει το χωριό και τη ζωή μας… Τόσο απλά! Στο εργαστήρι του ο κυρ Αντώνης, τεχνίτης της καλαθοπλεχτικής, περιγράφει κατατοπιστικά τα στάδια της τέχνης του: ποιο μήνα κόβει την ιτιά, τη λυγαριά και το καλάμι –πάντα στη λίγωση του φεγγαριού–, πώς τα αποφλοιώνει... Την τέχνη την έμαθε παιδί απ’ τον πατέρα του, μα καταπιάστηκε ξανά μαζί της τα τελευταία χρόνια. «Κανείς δε ζει, βλέπετε, απ’ το καλάθι…» Καλαθοπλέκτης και ο αδερφός του, ο Λουδοβίκος, στην πλατεία του χωριού, το οποίο διαθέτει θεατράκι, λαογραφικό μουσείο και δύο όμορφα ταβερνάκια.

Ο δρόμος θα μας φέρει ως τη Λειβάδα, την απομονωμένη παραλία του Βορρά. Λυγισμένα δέντρα, οάσεις με βαλανιδιές, κατσίκια και γεράκια στη διαδρομή στους πρόποδες του Τσικνιά. Στ’ αχείλι μιας στροφής αποκαλύπτεται σαν δώρο η παραλία. Δαρμένη απ’ τον βοριά με τεράστια κύματα να σκάνε στα βράχια και οι λίγοι τυχεροί επισκέπτες-θεατές απολαμβάνουν το τοπίο, που μοιάζει να βγήκε από ταινία. Σαγήνη... Πλησιάζοντας, μια ταβερνούλα και δίπλα της το ποτάμι, που καταλήγει στην αμμουδιά με τα αλμυρίκια. Στ’ αριστερά αγεροφαγωμένοι βράχοι στήνουν εξπρεσιονιστικά παιχνίδια με το φως. Ζευγάρια ρομαντζάρουν με θέα την άγρια ομορφιά… Κάποιοι πιο τολμηροί κολυμπούν, άλλοι παίζουν κιθάρα κάτω από τα βραχογλυπτά. Εδώ γειώνεσαι, ενσωματώνεσαι με ένα τοπίο μοναδικό στην Ελλάδα. Μια πέτρα για καλή ενέργεια κι ένα ουζάκι – δάκρυ και σπονδή στην ομορφιά του κόσμου. Χωμάτινη διαδρομή μέχρι τον πετρόχτιστο φάρο στα ανατολικά. Βαθύ μπλε, καθαρός ουρανός και τα κύματα ορμητικά φανερώνουν θαλασσινά ουράνια τόξα.

Πίσω στην ενδοχώρα, η Μυρσίνη ξεχωρίζει από μακριά με το περίτεχνο χτιστό καμπαναριό της, που είναι το ψηλότερο του νησιού. Άρτια δείγματα της τέχνης και της αισθητικής της, οι εκκλησιές της Τήνου αποτελούν αξιοθέατα. Κατηφορίζοντας στη Στενή, εικόνες αναλλοίωτες από τον χρόνο μάς προσμένουν. Η πρώτη απανεμιά και οι παρέες ξεπορτίζουν, τα παιδιά κυνηγιούνται, κι όταν πιαστούν, αγκαλιάζονται στα φωτισμένα σοκάκια. Τρία καφενεία-παντοπωλεία, που αλλού τα ψάχνεις και δεν τα βρίσκεις, μα στην Τήνο περισσεύουν.

Η θρυλική χασαποταβέρνα του Ντουάρ, που λειτουργεί πάνω από μισό αιώνα στο νησί. Εξαίρετη λούζα, κολοκυθάκια από τον κήπο του, τυράκι της μαμάς, τηνιακό κρασί και κρέατα παραγωγής του κλείνουν τη μέρα μερακλίδικα.

ΠΗΓΗ : www epathlo.gr/Τήνος(Οφιούσα)

Previous
Previous

«Πέτρα και χρόνος: οι ξερολιθιές της Κύθνου»

Next
Next

Ο Αν. Υπουργός Αθλητισμού Γ. Βρούτσης επισκέφθηκε το νησί της Άνδρου