Συμπόσιο Υψηλής Ζωγραφικής
Μια σκηνή συμποσίου υψηλής ζωγραφικής σε έναν αρχαίο μακεδονικό τάφο
Η άριστα διατηρημένη τοιχογραφία στον τάφο ενός στρατηγού-εταίρου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης είναι ένα από τα ελάχιστα δείγματα ζωγραφικής της αρχαιότητας.
Ονομάζεται απλά «μακεδονικός τάφος ΙΙΙ» και είναι αγνώστου νεκρού, το όνομα του οποίου δεν θα το μάθουμε ποτέ, ωστόσο είναι μοναδικός, γιατί η πρόσοψή του είναι κατάγραφη από τοιχογραφίες με εκπληκτικά χρώματα, που έχουν διατηρηθεί σε εξαίρετη κατάσταση. Είναι περίεργο που δεν είναι και τόσο γνωστός (ή καθόλου γνωστός, αν κρίνουμε από τις επισκέψεις την ημέρα που πήγαμε: συνολικά τέσσερα άτομα, δηλαδή μόνο εμείς!) γιατί είναι από τα ελάχιστα δείγματα τόσο υψηλής αρχαίας ζωγραφικής στην Ελλάδα. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι υπήρξε η τελευταία κατοικία ενός υψηλόβαθμου Μακεδόνα, ενός στρατηγού-εταίρου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως δηλώνει και ο σιδερένιος οπλισμός του, που βρέθηκε στο εσωτερικό του τάφου και συναρμολογήθηκε από δεκάδες θραύσματα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι το πόσο «άγνωστος» είναι ακόμα και στους Θεσσαλονικείς, παρότι βρίσκεται σε ένα χωριό μόλις είκοσι χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, τον Άγιο Αθανάσιο.
Στο φυλλαδιάκι που υπάρχει στην είσοδο αναφέρεται περιληπτικά το στόρι του: «Στην περιοχή του Αγίου Αθανασίου έχουν εντοπιστεί τέσσερις ταφικοί τύμβοι, οι οποίοι πιθανότατα συνδέονται με το σημαντικό πόλισμα στη μεγάλη “τράπεζα”, στον τραπεζοειδή δηλαδή λόφο έξω από τον σύγχρονο οικισμό της Γέφυρας. Το όνομα του πολίσματος παραμένει άγνωστο, με επικρατέστερη σήμερα την άποψη ότι ταυτίζεται με την αρχαία Χαλάστρα.
Κατά την ανασκαφή του μεγάλου τύμβου, στο ανατολικό άκρο του οικισμού του Αγίου Αθανασίου, την άνοιξη του 1994, ερευνήθηκε ο μακεδονικός τάφος ΙΙΙ και δύο μικρότεροι ασύλητοι τάφοι του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αι. π.Χ. Ο ένας, απλός κιβωτιόσχημος, περιείχε την ταφή ενός νεαρού ιππέα, ενώ ο άλλος ήταν θαλαμωτός, με ζωγραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό του. Στο δεύτερο, μέσα σε ασημένια λάρνακα, είχαν εναποτεθεί τυλιγμένα σε χρυσοπόρφυρο ύφασμα τα καμένα οστά μιας γυναίκας και ένα χρυσό δαχτυλίδι, που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Οι δύο αυτοί τάφοι σώζονται στην παρειά του τύμβου, έξω από την είσοδο του μακεδονικού τάφου. Ο μονοθάλαμος μακεδονικός τάφος ΙΙΙ ήρθε στο φως στο κέντρο του τύμβου, συλημένος από την αρχαιότητα. Παρά την πικρή διαπίστωση ότι οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι προηγηθεί, η απογοήτευση των αρχαιολόγων ήταν στιγμιαία, γιατί μόλις άρχισε να αποκαλύπτεται η πρόσοψη του μνημείου με τις τοιχογραφίες με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς, ελάχιστες φθορές, συνειδητοποίησαν ότι ήταν μπροστά σε ένα μοναδικό έργο τέχνης».
Η αρχαιολόγος-υπεύθυνη της ανασκαφής, Μαρία Τσιμπίδου-Αυλωνίτου, περιέγραφε τον περασμένο Απρίλιο στο voria.gr τον εντυπωσιακό και πέρα από κάθε φαντασία διάκοσμο της πρόσοψης:
«Το γραπτό αέτωμα διαδέχονται βαθυκύανα τρίγλυφα και λευκές μετόπες, αλλά η έκπληξη παραμόνευε χαμηλότερα, σε μία στενή ζωφόρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα (ύψους μόλις 0,35 μ.), όπου ξετυλίγεται μια σκηνή συμποσίου. Ένα θέμα τόσο οικείο από τις περιγραφές των αρχαίων συγγραφέων και την κλασική κυρίως αγγειογραφία, αλλά για πρώτη φορά τόσο ζωντανά κοντά μας.
Στο κέντρο της παράστασης απεικονίζονται έξι στεφανωμένοι συμποσιαστές, αναγερμένοι σε τρεις ξύλινες κλίνες με καλύμματα άλικα, βιολετιά και γαλάζια. Οι μορφές, δουλεμένες από γρήγορο αλλά επιδέξιο χέρι, διαγράφονται σχεδόν ανάγλυφες, καθώς το σκουρόχρωμο φόντο αναδεικνύει την χρωματική πανδαισία. Νωχελικά ακουμπώντας σε πολύχρωμα προσκεφάλια, οι άνδρες δείχνουν παραδομένοι στη μελωδία της κιθάρας, που πάλλεται στα χέρια της επιβλητικής κιθαρίστριας. Όρθια παίζει η νεαρή αυλητρίδα, βασικός συντελεστής της ψυχαγωγίας σε κάθε πετυχημένο συμπόσιο. Μπροστά στις κλίνες προβάλλονται τρία χαμηλά τραπέζια φορτωμένα με κάθε λογής καρπούς και ιδιόμορφα γλυκίσματα, πλασμένα με μέλι κι αλεύρι, επιδόρπια απαραίτητα για την οινοποσία. Την παράσταση ολοκληρώνει ο γυμνός λυγερόκορμος έφηβος, ο “παις” - οινοχόος, έτοιμος να σπεύσει στο κάλεσμα των ανδρών και να ξεχειλίσει με κρασί τα ποτήρια. Αριστερά του οινοχόου και μπροστά από ένα πυκνόφυλλο δένδρο κυριαρχεί ένα βαρύ έπιπλο με τρία ράφια, όπου ακουμπούν επίχρυσες φιάλες και άλλα αγγεία. Πρόκειται για την πρώτη απεικόνιση του "κυλικείου", ενός επίπλου που γνωρίζουμε ότι ήταν σε χρήση στην Αττική ήδη από τα χρόνια του Αλκιβιάδη και του Αριστοφάνη.
Όπως αναφέρει η κ. Τσιμπίδου-Αυλωνίτου, η κλασική αυτή συμποσιακή σύνθεση, που μοιάζει να ζωντανεύει τις σκέψεις του Πλάτωνα, πλαισιώνεται από δύο ακόμη σκηνές, φαινομενικά ανεξάρτητες κι όμως δεμένες μεταξύ τους με κρυφό νήμα. Από τα αριστερά πλησιάζει μία εύθυμη παρέα τριών έφιππων ανδρών και των πεζών συνοδών τους, με σκεύη γεμάτα κρασί, συνεισφορά στο συμπόσιο, όπου είναι καλεσμένοι. Οι σκιές της νύχτας τρεμοπαίζουν στα πρόσωπα των νέων και στα στιβαρά κορμιά των αλόγων, καθώς τέσσερις αναμμένοι πυρσοί, χιαστί υψωμένοι, φωτίζουν τον σκοτεινό ουρανό.
Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη, παρόλο που οι οκτώ άνδρες απεικονίζονται με στρατιωτική ενδυμασία και πάνοπλοι. Ακουμπισμένοι χαλαρά στα δόρατα και τις λαμπερόχρωμες ασπίδες, παρακολουθούν τα δρώμενα σιγομιλώντας μεταξύ τους. Κι είναι ακριβώς τα στοιχεία του οπλισμού και της ενδυμασίας τους, που μετατρέπουν το τμήμα αυτό της παράστασης σε σύμβολο του συγκεκριμένου χώρου, καθώς μαζί με τον γνωστό οπλισμό των ελληνικών στρατευμάτων, οι νέοι φέρουν την παραδοσιακή μακεδονική στολή: χλαμύδες πορπωμένες στον δεξί ώμο, δερμάτινες κρηπίδες στα πόδια και, βέβαια, το ιδιόμορφο κάλυμμα της κεφαλής, τη γνωστή μακεδονική καυσία, που έφερε περήφανα ο ίδιος ο Αλέξανδρος κι οι στρατηγοί του, ως στα βάθη της Ασίας. Κι ακόμη, κράνη περίλαμπρα, με υψηλά λοφία και φτερά που ανεμίζουν κατάλευκα, ενώ την εντυπωσιακή σύνθεση ολοκληρώνουν οι περίφημες μακεδονικές ασπίδες με το ιδιαίτερο σχήμα και τον χαρακτηριστικό διάκοσμο με τα αστρικά σύμβολα.
Τα ακρωτήρια φέρουν γραπτά φλογόσχημα ανθέμια και στο σκοτεινό βάθος του αετώματος δεσπόζει ένας χρυσαφένιος δίσκος πλαισιωμένος από δύο φτερωτούς λεοντόγρυπες.
Συγκλονιστική υπήρξε στη συνέχεια και η αποκάλυψη των δύο νεανικών μορφών με τις μακριές σάρισες, που τυλιγμένοι στις χλαμύδες και τη θλίψη τους, στέκουν σιωπηλοί δίπλα στην είσοδο του τάφου, αιώνιοι φρουροί του εξέχοντος νεκρού. Επάνω από τα κεφάλια τους απεικονίζονται δύο μεγάλες ασπίδες με λαμπερά χρώματα και εντυπωσιακά “επισήματα”. Στο ιώδες βάθος της αριστερής προβάλλεται ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος και εκφραστική απόδοση γοργόνειο (κεφάλι Μέδουσας), του λεγόμενου «ωραίου τύπου», ενώ στο λαμπερό κόκκινο φόντο της δεξιάς, διαγράφεται σχεδόν ανάγλυφα ο φτερωτός κεραυνός του Δία, του θεού με την έντονη παρουσία στη θρησκευτική συνείδηση των Μακεδόνων».
Τα κατάλοιπα, επίσης, μία ελεφαντοστέινης κλίνης και ενός επίχρυσου στεφανιού, ένα αλάβαστρο με την επιγραφή «κρόκος», καθώς και ένα χρυσό νόμισμα Φιλίππου Β’, επιβεβαιώνουν τη χρονολόγηση της ταφής, ύστερα από την τελετουργική καύση του νεκρού, μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.
O τάφος είναι επισκέψιμος, αλλά δεν είναι όλες τις μέρες ανοιχτός για το κοινό και καλό είναι να τσεκάρεις τις ημερομηνίες πριν ξεκινήσεις για εκεί.
πηγή: M. Hulot