Πρόσωπα
Μαρτίνος Λούθηρος
Ο Μαρτίνος Λούθηρος γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1483 στο Αϊσλέμπεν της Θουριγγίας. Ο πατέρας του Χανς ανήκε στην τάξη των ελεύθερων χωρικών. Λίγους μήνες μετά την γέννηση του Μαρτίνου η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Μάνσφελντ, όπου ο πατέρας του Λούθηρου δούλεψε ως μεταλλωρύχος.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, το 1497, ο Μαρτίνος εγκατέλειψε το Μάνσφελντ και μετέβη στο Μαγδεμβούργο όπου φοίτησε για δύο χρόνια στο Γυμνάσιο, ενώ για να βγάζει το ψωμί του τραγουδούσε στους δρόμους. Τις εγκύκλιες σπουδές του τις ολοκλήρωσε στο Άιζεναχ, όπου και κέρδισε την συμπάθεια του ευκατάστατου αστού Κουντς, η σύζυγος του οποίου έστειλε τον Μαρτίνο στο Πανεπιστήμιο του Έρφουρτ.
Το καλοκαίρι του 1505 ολοκλήρωσε με εξαιρετικές επιδόσεις τις φιλοσοφικές και θεολογικές σπουδές του και προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, άρχισε να σπουδάζει νομικά. Όμως κάτι αναπάντεχο συνέβη που τον οδήγησε στο να πραγματοποιήσει μια στροφή που θα άλλαζε την ζωή του, σύμφωνα με δική του μαρτυρία του 1521, η οποία περιέχει και την εξομολόγηση στον πατέρα του. Έτσι, λοιπόν, επιστρέφοντας στην Ερφούρτη από ένα ταξίδι που είχε κάνει στο πατρικό του, έπεσε στο ξέσπασμα μιας άγριας καταιγίδας. Τρόμαξε τόσο πολύ που εν μέσω κεραυνών επικαλέστηκε το όνομα της Άγιας Άννας ‑που εθεωρείτο προστάτις των μεταλλωρύχων- ομνύοντας ότι αν σωθεί θα γίνει μοναχός.
Στις 17 Ιουλίου 1505 η βαριά πόρτα του μοναστηριού του Τάγματος των Αυγουστίνων της Ερφούρτης έκλεισε πίσω από τον Μαρτίνο Λούθηρο.
Την άνοιξη του 1507 χειροτονήθηκε ιερέας στον καθεδρικό ναό της Ερφούρτης,
το 1510 επισκέπτεται την Ρώμη, όπου απογοητεύθηκε από την εικόνα που αντίκρισε,
το 1511 φεύγει οριστικά από την Ερφούρτη και εγκαθίσταται στο μοναστήρι των Αυγουστινιανών στο Βίτενμπεργκ, ενώ
το 1512 διορίζεται καθηγητής της θεολογίας ‑δηλαδή της φιλολογίας και ερμηνείας της Βίβλου- στο Πανεπιστήμιο της πόλης.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1514 όταν ένας Δομινικανός μοναχός ονόματι Γιόχαν Τέτσελ άρχισε να πωλεί στην Γερμανία γράμματα -«συγχωροχάρτια»- κατ΄ εντολήν της Άγιας Έδρας στην Ρώμη και του Πάπα Λέοντος Ι, υιού του Λορέντσο του επονομασθέντος Magnifico των Μεδίκων. Ο επίσημος λόγος της πώλησης αυτών των χαρτιών ήταν η ανάγκη χρηματοδότησης της αποπεράτωσης του ναού του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη που την ευθύνη για την ανέγερσή του μετά τον θάνατο του Μπραμάντε είχε αναλάβει ο Ραφαήλ. Ένα από τα χαρτιά αυτά έφθασε και στα χέρια ενός θεολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βίτενμπεργκ ονόματι Μαρτίνος Λούθηρος, η αντίδραση του οποίου σε αυτήν την πρακτική ‑καθώς ήδη είχαν σημειωθεί και άλλες- επρόκειτο να εξαπολύσει ένα κεραυνό ο οποίος αντανακλούσε βαθύτατες κοινωνικές διεργασίες που ξεπερνούσαν κατά πολύ μια θρησκευτική διαμάχη, ενώ η στιγμή της εξαπόλυσής του ήταν ταυτόχρονα και μιας ορισμένης μορφής έκφραση της ιστορικής στροφής μιας εποχής.
Το Πανεπιστήμιο χρησιμοποιούσε την θύρα του ναού του Βίτενμπεργκ για τις ανακοινώσεις του και τα προγράμματά του. Σε αυτήν στις 31 Οκτωβρίου 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκόλλησε τις περίφημες 95 «θέσεις» του αποσκοπώντας μόνο να προκαλέσει μια θεολογική συζήτηση γύρω από τα «συγχωροχάρτια».
Η Καθολική Εκκλησία αντέδρασε και ο Πάπας κάλεσε τον Λούθηρο στην Ρώμη, αλλά εκείνος κατόπιν συμβουλών πιστών του φίλων που ανησυχούσαν μήπως συλληφθεί, δεν μετέβη εκεί. Τελικά ο Πάπας ανακάλεσε την πρόσκληση και ανέθεσε στον καρδινάλιο Τομμάζο ντε Βίο να συζητήσει στο Άουγκσμπουργκ με τον Λούθηρο ο οποίος δεν μετακινήθηκε από τις απόψεις του, ενώ το ίδιο συνέβη και τις πρώτες μέρες του Ιουλίου του 1519 στη διάρκεια δημόσιας συζήτησης στην Λειψία μεταξύ Μαρτίνου Λούθηρου και Γιόχαν Εκ ο οποίος ήταν καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ίνγκολστατ.
Τελικά στα μέσα του 1520 ο Πάπας αφόρισε τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος στις 10 Δεκεμβρίου εκείνου του έτους, μπροστά σε πλήθος νέων φοιτητών στο Βίτενμπεργκ παρέδωσε την παπική «βούλα» στην πυρά.
Τον Ιανουάριο του 1521, ο Πάπας αφόρισε εκ νέου τον Λούθηρο και κάλεσε τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄ να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα εναντίον του. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε καταρχήν να καλέσει τον Λούθηρο. Η πρόσκληση με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1521 φυλάσσεται στην πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη στο Καίνιγκσμπεργκ. Στις 17 και 18 Απριλίου ο Λούθηρος υπερασπίστηκε τις απόψεις του στη Συνέλευση της Βόρμς μπροστά στον αυτοκράτορα και τους απεσταλμένους του Πάπα, τονίζοντας στην απολογία του τα εξής: “Εάν δε με πείσουν, με επιχειρήματα από την Αγία Γραφή ή με αδιάσειστη λογική, δεν μπορώ να αναιρέσω τις θέσεις μου, γιατί δεν πιστεύω στο αλάθητο του πάπα, ούτε στο αλάθητο των συνόδων, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι πολλές φορές και οι πάπες και οι σύνοδοι έχουν σφάλει και έχουν πέσει σε αντιφάσεις. Εγώ έχω πειστεί από τα βιβλικά επιχειρήματα που έχω ήδη αναφέρει, και είμαι απόλυτα ενωμένος με το λόγο του Θεού. Δεν μπορώ και δε θέλω να ανακαλέσω τίποτα, γιατί δεν είναι ορθό, και αντίθετα είναι επικίνδυνο να πράττει κανείς αντίθετα με τη φωνή της συνείδησής του. Ο Θεός ας με βοηθήσει. Αμήν”.
Δέκα ημέρες αργότερα έφυγε από την Βόρμς. Στα δάση της Θουριγγίας, οπλισμένοι ιππείς, κατόπιν εντολής του φίλου του Φρειδερίκου του Σαξ, οργάνωσαν μια εικονική «βίαιη απαγωγή» και τον οδήγησαν σε ένα πύργο στο Βάρμπουργκ όπου έμεινε περίπου έντεκα μήνες. Εν τω μεταξύ ο αυτοκράτορας ανακήρυξε τον Λούθηρο αιρετικό τον Μάιο του 1521 και διέταξε τη σύλληψή του.
Στο διάστημα της παραμονής του στο Βάρμπουργκ ο Μαρτίνος Λούθηρος πραγματοποίησε ένα πολύ μεγάλης και πολλαπλής σημασίας έργο: Μετέφρασε την Γραφή στα γερμανικά, ξεκινώντας από την Καινή Διαθήκη και συμπληρώνοντας το έργο αργότερα με την μετάφραση της Παλαιάς.
Η μετάφραση αυτή είχε ευρύτερη σημασία, καθώς επιχειρήθηκε η γραπτή έκφραση σε μια «μη πειθαρχημένη» ακόμα ‑με την φιλολογική έννοια του όρου- γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα στο πλαίσιο της ιδεολογικής διαπάλης που ακολούθησε, εξόπλισε τους πληβείους και με επιχειρήματα από την Γραφή. Η διδασκαλία του και ειδικότερα η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη Γερμανική, τόνωσε το πατριωτικό αίσθημα των Γερμανών, που ήθελαν να κόψουν κάθε εξάρτηση με την Εκκλησία της Ρώμης και τους συχνούς φόρους της, και πιστεύεται ότι σ' αυτό οφείλεται, κατά ένα μέρος, η τεράστια ανάπτυξη της Λουθηρανικής Εκκλησίας στη Γερμανία. Δημοσίευσε πολλά έργα θεολογικού περιεχόμενου και μεταφράζοντας στα Γερμανικά την Αγία Γραφή, είχε τεράστια συμβολή στην περαιτέρω ανάπτυξη της γερμανικής γλώσσας και της τέχνης της μετάφρασης. Επίσης ο Λούθηρος συνέθεσε διάφορους χριστιανικούς ύμνους με πιο γνωστό τον ύμνο “Θεός το Φρούριον ημών”. Γενικότερα έχει ενδιαφέρον το πώς στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι αντιμαχόμενες τάξεις «άντλησαν» διαφορετικά, ανάλογα με την ταξική τους θέση, επιχειρήματα από το ίδιο κείμενο.
Εν τω μεταξύ η Μεταρρύθμιση είχε πυροδοτήσει κοινωνικές εκρήξεις, σπίθες κοινωνικής επανάστασης και ο Μαρτίνος Λούθηρος περιβεβλημένος εκ νέου με το σχήμα του μοναχού, το 1522 καταδικάζει από άμβωνος τις «ακρότητες».
Τον Οκτώβριο του 1524 απεκδύθηκε και πάλι το σχήμα του μοναχού, και
το καλοκαίρι του 1525 παντρεύτηκε την κατά δεκαέξι χρόνια νεότερή του πρώην μοναχή Καταρίνα φον Μπόρα. Στην οικογένεια γεννήθηκαν έξι παιδιά, ενώ ο Λούθηρος για να ζήσει την οικογένειά του εργάσθηκε ως τορναδόρος, κατασκευαστής ρολογιών και αργότερα ως κτηνοτρόφος.
Κάτι πολύ περισσότερο από «θρησκευτική διαμάχη»
Η Μεταρρύθμιση ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια «θρησκευτική διαμάχη» και βέβαια ο Λούθηρος δεν ήταν απλώς ένα «πρόσωπο» που αντέδρασε στις πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας, πυροδοτώντας ταυτόχρονα τέτοιου μεγέθους και βάθους εξελίξεις που σημάδεψαν την πορεία της Ευρώπης και όχι μόνο.
Συνεπώς η ιστορία αυτή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή και να προσεγγιστεί αν η αφετηρία δεν είναι οι κοινωνικές διεργασίες αιώνων που ασταμάτητα εξελίσσονταν, άλλοτε γρηγορότερα και άλλοτε αργότερα. Ως προς τον θρησκευτικό τους «μανδύα», αυτός εξηγείται αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο Μεσαίωνας κληρονόμησε από τον παρηκμασμένο αρχαίο κόσμο τον χριστιανισμό και έναν αριθμό μισοκατεστραμμένων πόλεων, στερημένων από τον παλαιό πολιτισμό τους. Έτσι, όπως σε όλες τις αρχικές βαθμίδες εξέλιξης ήταν οι ιερείς που κατείχαν το μονοπώλιο της πνευματικής μόρφωσης η οποία και αυτή είχε βασικά θεολογικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα πρέπει να επισημανθεί ότι οι κοινωνικές διεργασίες δεν είχαν άμεση, «μηχανιστική» αντανάκλαση στο πεδίο της ιδεολογίας, καθώς και εκεί διεξαγόταν μεγάλη, πολύπλευρη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα διαπάλη.
Τον 14ο και τον 15ο αιώνα στην θέση της φεουδαρχικής τοπικής βιομηχανίας του χωριού στην Γερμανία, μπαίνει η συντεχνιακή επαγγελματική οργάνωση της πόλης που παράγει για ευρύτερες περιφέρειες ακόμα και για απομακρυσμένες αγορές. Την ανάπτυξη της παραγωγής, που υπολείπεται ακόμα κατά πολύ εκείνης των άλλων χωρών, ακολουθούσε το εμπόριο. Στο πλαίσιο αυτό άλλαξε σημαντικά η θέση των τάξεων που προέρχονταν από τον Μεσαίωνα και δίπλα στις παλιές δημιουργήθηκαν και νέες: Από την ανώτατη αριστοκρατία προήλθαν οι πρίγκιπες που ήταν σχεδόν ανεξάρτητοι από τον αυτοκράτορα. Η μεσαία αριστοκρατία του Μεσαίωνα εξαφανίζεται και από τους κόλπους της αναδεικνύονται είτε ανεξάρτητοι «μικροί» πρίγκιπες, είτε η κατώτερη αριστοκρατία, οι ιππότες που λόγω της ανάπτυξης των πολεμικών μέσων και ιδιαίτερα της τελειοποίησης των πυροβόλων όπλων ξεπέφτουν εντελώς, καθώς η πολεμική τους «τέχνη» γίνεται πλέον περιττή.
Οι εξελίξεις επηρεάζουν αναπόφευκτα και τον κλήρο από τον οποίο πλέον προκύπτουν η αριστοκρατική τάξη (αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, ηγούμενοι) και η πληβειακή μερίδα (απλοί ιερείς της υπαίθρου και της πόλης).
Πάνω από την αριστοκρατία στο σύνολό της στεκόταν ο αυτοκράτορας και πάνω από τον κλήρο στο σύνολό του στεκόταν ο Πάπας, δηλαδή η Αγία Έδρα, εκ των μεγαλυτέρων, αν όχι ο μεγαλύτερος φεουδάρχης της Ευρώπης, ο οποίος εισέπραττε τους εκκλησιαστικούς φόρους στη Γερμανία με ιδιαίτερη επιμέλεια.
Την ίδια στιγμή σημειώνεται η ανάπτυξη των πόλεων και η αναπόφευκτη ταξική διαφοροποίηση εντός των τειχών τους: Στην κορυφή οι «πατρίκιοι» και απέναντί τους η αντιπολίτευση από τη μια η αστική που απαιτούσε μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα τους επέτρεπαν καταρχήν συμμετοχή στην διοίκηση της πόλης και από την άλλη η πληβειακή αντιπολίτευση που αποτελείτο από ξεπεσμένους αστούς και την μάζα των κατοίκων της πόλης και από το λούμπεν προλεταριάτο που βρισκόταν στις χαμηλότερες βαθμίδες της εξέλιξης των πόλεων και το οποίο τα χρόνια εκείνα ήταν μέρος του τεράστιου αριθμού περιπλανώμενων ανθρώπων ‑τον 16ο αιώνα ήταν ο μεγαλύτερος στην ιστορία- και είχε διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά, από εκείνα που προσέλαβε ο όρος «λούμπεν» αργότερα.
Κάτω από όλες τις τάξεις υπήρχε η μεγάλη μάζα των αγροτών που ήταν το θύμα της πιο άγριας εκμετάλλευσης, γεγονός που την οδηγούσε σε εξεγέρσεις ενώ οι ίδιες οι εξελίξεις αναδείκνυαν την δυνατότητα και την αναγκαιότητα της κοινωνικής της συμμαχίας με τους πληβείους της πόλης.
Αν συνυπολογιστούν όλα αυτά γίνεται ευκολότερα αντιληπτό τόσο, το «εύφορο» κοινωνικό έδαφος στο οποίο «ρίζωσε» η Μεταρρύθμιση, όσο και το ότι δεν ήταν «θρησκευτική διαμάχη».
Το 1524 ξεσπάει αγροτική εξέγερση στην Γερμανία, η οποία πέρασε στην ιστορία με το όνομα «Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία» και της οποίας εμβληματική μορφή υπήρξε ο εκ των ηγετών της Τόμας Μίντσερ. Ήταν άνθρωπος μεγάλης μόρφωσης, επαναστάστης από τα δεκαπέντε του κιόλας, ο οποίος ως θεολόγος, αρχικά, δεν σταμάτησε στο σημείο όπου ο Λούθηρος κήρυττε τις ήρεμες συζητήσεις και την ειρηνική πρόοδο, αλλά καλούσε τους πρίγκιπες της Σαξονίας και τον λαό σε ένοπλη επίθεση εναντίον των παπάδων της Ρώμης. Όταν οι εκκλήσεις προς τους πρίγκιπες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα και μέσα στον λαό μεγάλωνε η επαναστατική αναταραχή, ο Μίντσερ διαχώρισε την θέση του από την αστική μεταρρύθμιση και εμφανίστηκε άμεσα και ως πολιτικός διαφωτιστής. Στους λόγους και στη δράση του Μίντσερ ανιχνεύονται σπέρματα της κατοπινής εξέλιξης της ιστορίας, αλλά και πολύ πρώιμες για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής κομμουνιστικές αντιλήψεις, η σημασία των οποίων έγκειται στο ότι δεν αποτελούν κατ΄ ολοκληρία «οράματα» μιας ευγενικής εξεγερμένης ψυχής, αλλά ως ένα βαθμό, εκφράζουν τις προσπάθειες ενός πραγματικού τμήματος της κοινωνίας.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος τάχθηκε κατά της εξέγερσης, προσχωρώντας στην αστική αριστοκρατική και πριγκιπική πλευρά και εγκαταλείποντας το λαϊκό στοιχείο που πίστευε ότι είχε έλθει η ώρα να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με όλους τους καταπιεστές του.
Ο πόλεμος των χωρικών πνίγηκε σε ποτάμια αίματος 100.000 χωρικών το 1526, ενώ οι διωγμοί των επαναστατών συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Ο Μίντσερ βασανίστηκε και αποκεφαλίστηκε «περπατώντας τον θάνατο δίχως να σκοντάψει», με το ίδιο θάρρος, όπως είχε ζήσει. Ήταν 28 ετών…
Ο πόλεμος εκείνος, από την σκοπιά γενικά των αγροτικών εξεγέρσεων είχε τοπικό «γερμανικό» χαρακτήρα γιατί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, οι χωρικοί είχαν ήδη κάνει τους δικούς τους πολέμους. Τα αιτήματα όμως που έθεσε ως σπέρματα, το πιο «προωθημένο» κοινωνικά τμήμα των εξεγερμένων, καταυγάζουν, ως σπίθα, τον δρόμο του μέλλοντος για τους καταπιεσμένους…
Στις 20 Ιουνίου 1530, ο Κάρολος Ε' συγκαλεί νέα Δίαιτα στην Αυγούστα, ζητώντας να κατατεθούν Ομολογίες Πίστεως από τους Καθολικούς και τους εκπροσώπους της Μεταρρύθμισης. Ο Λούθηρος δεν συμμετέχει λόγω της ισχύος της Εδίκτου της Βορμς, αλλά στην Δίαιτα παραδίδεται η Ομολογία της Αυγούστας που είχε γραφτεί από αυτόν. Η Μεταρρύθμιση καταδικάζεται για ακόμα μία φορά, με αποτέλεσμα οι πρίγκιπες και οι εκπρόσωποι των ελεύθερων πόλεων που ανήκαν στις γραμμές της Μεταρρύθμισης, να συγκροτήσουν την Ένωση του Σμαλκάλντεν.
Το 1542 πεθαίνει η κόρη του Λούθηρου, Μαργαρίτα, που την λάτρευε ενώ ο ίδιος έχει αρρωστήσει.
Το 1543 φεύγει από το Βίτενμπεργκ και γράφει στην γυναίκα του ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει. Μετά από ικεσίες φίλων του επιστρέφει το 1544.
Όλο το 1545 η υγεία του χειροτερεύει.
Η τελευταία δημόσια ομιλία του στο Βίτενμπεργκ πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1546.
Πέντε μέρες αργότερα πηγαίνει στην ιδιαιτέρα του πατρίδα στο Αϊσλέμπεν, όπου και πέθανε εκεί στις 18 Φεβρουαρίου 1546.
Μεταφέρθηκε στο Βίτενμπεργκ και ενταφιάστηκε στα πόδια της έδρας από την οποία δίδασκε, στα πόδια της έδρας του ναού, όπου θυροκολλώντας εκείνη την 31η Οκτωβρίου 1517 τις «θέσεις» του, πυροδότησε εξελίξεις που έθεσαν τον γερμανικό λαό σε κίνηση την οποία είχαν προετοιμάσει μη φανερές, με την πρώτη ματιά, αντικειμενικές κοινωνικές διεργασίες και οι οποίες εξελίξεις άφησαν βαθιά αποτυπώματα στην γενικότερη πορεία της ευρωπαϊκής ιστορίας και όχι μόνο.
*Στη Σχολαστική θεολογία η Σωτηρία γίνεται αντιληπτή σύμφωνα με την Αυγουστίνεια αντίληψη: η περί προπατορικού αμαρτήματος διδασκαλία του βασίζεται στην έννοια της κληρονομικής ενοχής για το αμάρτημα του Αδάμ. Η massa damnata της πεσμένης ανθρωπότητας αποτελεί το αντικείμενο της θείας οργής γιατί είναι ένοχη. Μπορεί να δικαιωθεί με τη χάρη που αρχικά συγχωρεί και αποκαθιστά τη θέα της θείας ουσίας από την ανθρώπινη ψυχή. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μεταθανάτια. Σε συνδυασμό με τη διδασκαλία του Άνσελμου Καντερβουρίας για τη Θεία ικανοποίηση που γνώριζε ευρεία διάδοση, η λυτρωτική θυσία του Χριστού ερμηνεύτηκε με τρόπο διαφορετικό: μέσα από αυτήν είμαστε όλοι δικαιωμένοι μπροστά στο Θεό. Οι καρποί της θυσίας απονέμονται μέσα από τη χάρη, η οποία πρώτα μας δικαιώνει κι έπειτα δημιουργεί μια κατάσταση μέσα μας ώστε οι πράξεις μας να αποκτούν χαρακτήρα αξιών. Η Εκκλησία ως η μόνη διαθέτουσα τη δωρεά της χάρης μέσα στον κόσμο έχει την ισχύ να απονέμει τον χαρακτήρα αξιών στις πράξεις αυτές. Ετσι προκύπτουν οι εξουσίες της αναφορικά με την τέλεση των μυστηρίων και την άφεση των αμαρτιών.
*Για τον Λούθηρο έχει σημασία η σωτηρία πρώτιστα sola Fide και sola gratia χωρίς οτιδήποτε άλλο παρά μόνο την άμεση εξουσία της αγάπης του Θεού και της ανθρώπινης πίστης που δέχεται τη χάρη του, χωρίς οποιαδήποτε αξιέπαινα έργα, χωρίς όλες εκείνες τις μαγικές πράξεις που συχνά αγοράζονταν με χρήμα που υποτίθεται ότι εξασφάλιζαν τη χάρη,με τρόπο αυτόματο και ατομικό.