“Χριστουγεννιάτικη Ιστορία”
“Χριστουγεννιάτικη Ιστορία”
«Γιωργάκη, σήκω παιδί μου είναι ώρα για το σχολείο!», ακούστηκε η φωνή της κυρίας Ερατώ, της μητέρας του, δίνοντάς του ένα φιλάκι στο μέτωπο. «Μην ξεχάσεις να φτιάξεις και το δωμάτιό σου πριν φύγεις. Το πρωινό σου είναι στο τραπέζι. Πρόσεχε να κλείσεις καλά τα παράθυρα και την πόρτα».
Η πόρτα έκλεισε πίσω της βιαστικά. Είχε ήδη αργήσει στη δουλειά της, υπάλληλος σε έναν φούρνο στη διπλανή γειτονιά. Ο Γιωργάκης, όπως κάθε πρωί, έκανε όπως του είπε η μητέρα του. Όμως σήμερα ήθελε να κάνει και άλλα πράγματα..
Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και ήθελε να κάνει μια έκπληξη στην κυρία Ερατώ. Αγαπούσε πολύ τη μαμά του, ιδιαίτερα από τότε που ο μπαμπάς του είχε φύγει από το σπίτι μια μέρα χωρίς να πει τίποτα, ποτέ δεν έμαθε πραγματικά τον λόγο η κυρία Ερατώ.
Όταν τη ρωτούσε πού πήγε ο μπαμπάς, απαντούσε πάντα με την ίδια φράση: «Κάπου μακριά μωρό μου… κάπου μακριά…»
Ο Γιωργάκης ήθελε πολύ να της δείξει την αγάπη του… Αυτό το πρωί έτρεξε γρήγορα στο υπνοδωμάτιό του. Βαθιά σε ένα συρτάρι είχε βάλει από την αρχή της σχολικής χρονιάς ό,τι χαρτζιλίκι του έδινε η μαμά του για να ψωνίζει κάτι στο σχολείο. Σε κάθε ερώτηση της μαμάς αν είχε φάει κάτι έγνεφε καταφατικά.
Σήμερα λοιπόν ήταν η μεγάλη μέρα!
Έβαλε στις δύο τσέπες του όλες τις οικονομίες του, δύο χούφτες από κέρματα όλες και όλες…
Έτρεξε γρήγορα προς την κοντινή πλατεία ενώ τα κέρματα κουδούνιζαν ρυθμικά στις τσέπες του. Από μέρες είχε δει ένα όμορφο φουλάρι στο αγαπημένο χρώμα της μαμάς, το κόκκινο!
Μπήκε βιαστικά στο εμπορικό και έδειξε στην υπάλληλο το φουλάρι.
«Αυτό σας παρακαλώ!», είπε δείχνοντάς το, πόσο κοστίζει;»
Η υπάλληλος τον κοίταξε με χαμόγελο αλλά και περιέργεια.
«Είναι από μετάξι παιδί μου… είναι λίγο ακριβό… για τη μαμά σου το θέλεις;» Ο Γιωργάκης είπε με αγωνία ένα χαμηλόφωνο “ναι”!
«Εντάξει τότε. Θα στο αφήσω 30 ευρώ!».
Ο Γιωργάκης έβαλε βαθιά το χέρι του στη μία τσέπη και έβγαλε ό,τι ψηλά υπήρχαν μέσα. Τα ακούμπησε απαλά πάνω στον πάγκο του μαγαζιού και άρχισε να μετράει τα κέρματα… έκανε στην άκρη τα 30 ευρώ και κάτι λίγα που περίσσεψαν τα έβαλε ξανά στην τσέπη του.
Η κυρία του έβαλε το φουλάρι σε ένα όμορφο κουτάκι και το έδωσε με χαμόγελο στον μικρό.
Τα ματάκια του Γιωργάκη έλαμψαν! Δεν είχε όμως ακόμα τελειώσει το σχέδιό του.
Στη γωνία του ίδιου δρόμου ήταν ένα ανθοπωλείο με πολύ όμορφα λουλούδια αλλά και πανέμορφες γλαστρούλες.
Τα μάτια του έκαναν με θαυμασμό ένα γύρω σε όλα τα πολύχρωμα λουλούδια που κατέκλυζαν το μαγαζί.
Σαν από ξύπνημα κούνησε το κεφαλάκι του. Έβαλε το χέρι στην άλλη τσέπη και έβγαλε τα υπόλοιπα κέρματα και τα ακούμπησε πάνω στον πάγκο του ανθοπωλείου.
«Κυρία», ρώτησε την υπάλληλο πίσω από τον πάγκο, «τι όμορφο λουλούδι θα μπορούσα να αγοράσω με αυτά τα χρήματα;»
Η κυρία του καταστήματος μέτρησε τα κέρματα… 47 ευρώ και 73 λεπτά…
«Ωραία!», του αποκρίθηκε, «με 45 ευρώ μπορώ να σου δώσω αυτή την πανέμορφη γλαστρούλα!»
«Αρκεί το λουλούδι να είναι κόκκινο κυρία!», είπε ο Γιωργάκης, «είναι το αγαπημένο χρώμα της μαμάς…»
Πήρε τη γλαστρούλα με το πανέμορφο κόκκινο λουλούδι στην αγκαλιά του, μαζί με το κουτάκι με το φουλάρι. Με το άλλο χέρι μάζεψε τα υπόλοιπα 2 ευρώ και 73 λεπτά και τα έβαλε ξανά στην τσέπη του. Γύρισε γρήγορα στο σπίτι.
Έβαλε τα δώρα προσεκτικά πάνω στο τραπέζι του μικρού σαλονιού τους. Μετά άρπαξε τα βιβλία του και έφυγε για το σχολείο. Είχε ήδη αργήσει αρκετά…
Μπαίνοντας στην τάξη θυμήθηκε ξαφνικά ότι σήμερα θα έπρεπε να παραδώσουν μία έκθεση με θέμα τα Χριστούγεννα.
Στη λαχτάρα του να πάρει τα δώρα για την κυρία Ερατώ το είχε ξεχάσει εντελώς…
Όταν έφτασε η σειρά του να δώσει την έκθεση αισθάνθηκε πολύ άσχημα…ντράπηκε πολύ…ήταν και αυτό το αυστηρό βλέμμα της δασκάλας. Χωρίς να αρθρώσει λέξη σηκώθηκε, πήρε τα βιβλία στην αγκαλιά του και με σκυμμένο το κεφάλι βγήκε από την τάξη.
«Για πού το βαλες Γιωργάκη;», ρώτησε η κυρία Ιόλη, η δασκάλα του.
Τον πρόλαβε στον διάδρομο.
«Τι συμβαίνει Γιωργάκη; Εσύ ποτέ δεν ξεχνάς τις εργασίες σου. Και όχι μόνο αυτό αλλά ήρθες και πολύ καθυστερημένος!».
«Έχετε δίκιο κυρία, είχα μια δουλειά να κάνω, για αυτό…»
«Εννοείς ότι είχες μια δουλειά πιο σημαντική από το σχολείο και τα μαθήματά σου;», συνέχισε με αυστηρό ύφος η κυρία Ιόλη. «Κοίταξέ με σε παρακαλώ!»
Το κεφάλι του Γιωργάκη ήταν ακόμα σκυμμένο…
«Κοίταξέ με Γιωργάκη!», επανέλαβε η δασκάλα του.
Ο Γιωργάκης δεν μπορούσε πλέον να κρύψει τα δάκρυά του.
«Συγγνώμη κυρία Ιόλη, κάτι με τη μαμά!»
«Τι εννοείς; Έπαθε κάτι;»
«Όχι, όχι! Έπρεπε να κάνω όμως κάτι που το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου… Η μαμά μου εργάζεται σε έναν φούρνο από πολύ πρωί, κάθε μέρα. Η δουλειά της είναι πολύ δύσκολη. Τα χέρια της πονούν και η σκόνη του αλευριού την κάνει πολλά βράδια να βήχει για ώρα..
Από τότε που έφυγε ο μπαμπάς το μοναδικό της ενδιαφέρον είμαι εγώ. Κανείς δεν βρέθηκε να της πάρει ένα δώρο, ούτε καν στη γιορτή της ή στις γιορτινές μέρες όπως αυτές. Αποφάσισα να της κάνω εγώ ένα δώρο, να δω τα μάτια της να χαμογελούν και πάλι, όπως τότε που ο μπαμπάς της έφερνε λουλούδια παραμονές των Χριστουγέννων…»
«Δηλαδή;», ρώτησε η κυρία Ιόλη, «της πήρες κάτι σήμερα;»
«Ναι! Της πήρα ένα κόκκινο λουλούδι και ένα κόκκινο φουλάρι. Είναι ξέρετε το αγαπημένο χρώμα της μαμάς…της τα έβαλα πάνω στο τραπέζι και ανυπομονώ να δω ξανά το απόγευμα, που θα έρθει σπίτι, το χαμόγελο και τα μάτια της να λάμπουν…»
Η κυρία Ιόλη είχε συγκινηθεί πολύ με τα λόγια του Γιωργάκη. Άνοιξε τα χέρια της και έσφιξε δυνατά τον μικρούλη στην αγκαλιά της. Εκεί, στη μέση του διαδρόμου, έξω από την τάξη της.. Το δικό της δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του Γιωργάκη.
«Σήμερα Γιωργάκη έκανες ό,τι πιο σπουδαίο θα μπορούσε να κάνει ένα παιδί στη μητέρα του…
Καλά Χριστούγεννα παιδί μου… Όσο για την έκθεση, υπάρχει και η αυριανή ημέρα…»