Εθισμός στα social media
Πώς αντιμετωπίζεται ο εθισμός στα social media;
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εθίζονται στα social media, καταλήγοντας να ξοδεύουν πολλές ώρες της ημέρας μπροστά σε μία οθόνη. Το κλειδί είναι η χρήση με μέτρο.
Αχ έλα, ένα ακόμη ποστ! Ε, αυτό δεν ήταν και φοβερό! Τότε ας συνεχίσουμε το σκρολάρισμα, σίγουρα το επόμενο θα είναι καλύτερο. Όποιος βρίσκεται στο X, το Facebook ή το TikTok, γνωρίζει πολύ καλά αυτήν την παρόρμηση – η οποία γρήγορα αντί για λίγα λεπτά, που υποτίθεται πως θα κρατούσε, διαρκεί μία ή δύο ώρες. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι παντού. Στο κινητό ή τον υπολογιστή, στη δουλειά ή στον ελεύθερο χρόνο, είτε θέλουμε να ανεβάσουμε κάτι, να μιλήσουμε με κάποιον ή απλώς να καταναλώσουμε περιεχόμενο άλλων χρηστών.
Όμως υπάρχουν και οι σκιώδεις πτυχές αυτής της πραγματικότητας. Διότι ο αριθμός εκείνων που χρησιμοποιούν υπερβολικά πολύ τα social media αυξάνεται συνεχώς. Μόνο στη Γερμανία περισσότερο από το 6% των παιδιών και εφήβων είναι εξαρτημένο από τα μέσα δικτύωσης. Σύμφωνα με έρευνα του 2023 πρόκειται για περισσότερα από 600.000 αγόρια και κορίτσια. Περισσότεροι από 2.000.000 έφηβοι κάνουν «προβληματική» χρήση των social media – ξοδεύουν δύο με τρεις ώρες την ημέρα στην οθόνη, σημαντικά περισσότερο χρόνο απ’ όσο ξόδευαν πριν από την πανδημία.
Επωφελείται ο χρήστης;
Είναι τα social media πράγματα έργα του διαβόλου; «Ο ρόλος τους είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενος», λέει ο Τομπίας Ντίνλιν, καθηγητής Διαδραστικής Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. «Υπάρχει πολύ άχρηστο περιεχόμενο, αλλά και κάποιο επωφελές για τον χρήστη. Μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τα μέσα δικτύωσης με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: μπορεί απλώς να καταναλώνει περιεχόμενο ή να τα χρησιμοποιεί ενεργά, προκειμένου να διατηρήσει και να βελτιώσει την επικοινωνία και τη σχέση του με τους άλλους». Όσο ακολουθεί κανείς ένα μέτρο, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η υπερβολική χρήση είναι που αποτελεί πρόβλημα για πολλούς χρήστες.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ακριβής ιατρικός ορισμός για τον εθισμό στα social media. «Αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει η διάγνωση, δεν σημαίνει πως δεν υφίσταται και το φαινόμενο», τονίζει ο Ντίνλιν. Όταν η χρήση των μέσων δικτύωσης γίνεται τόσο υπερβολική, ώστε να αφήνει κανείς κατά μέρος άλλα πιο σημαντικά πράγματα, ή όταν θα ήθελε να τα χρησιμοποιεί λιγότερο, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο, ή όταν κάποιος παραμελεί τις πραγματικές κοινωνικές συναναστροφές, τότε μπορεί κανείς να μιλήσει για εξάρτηση, λέει ο ειδικός.
Ο ελκυστικός αλγόριθμος
Τα περισσότερα μέσα δικτύωσης βασίζονται στην αρχή του βραχυπρόθεσμου ερεθίσματος και επιβεβαίωσης – όπως, για παράδειγμα, μέσω των likes και των άλλων αντιδράσεων. «Τώρα το αδιάκοπο scrolling έχει οδηγήσει στο να μην μπορεί κανείς ποτέ να σταματήσει, έχοντας μπροστά του διαρκώς νέο διαθέσιμο περιεχόμενο», εξηγεί ο Ντίνλιν. «Πρόκειται φυσικά για έναν ακραία εθιστικό παράγοντα, γιατί πρέπει κανείς να αποσυνδεθεί με δική του πρωτοβουλία από την οθόνη. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, αυτό κάποια στιγμή τελειώνει. Το ίδιο και τα τηλεοπτικά προγράμματα. Όμως εδώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο». Επιπλέον, ο αλγόριθμος εμφανίζει διαρκώς περιεχόμενο που ταιριάζει στα ενδιαφέροντα του εκάστοτε χρήστη, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την έλλογη κατανάλωση.
Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι ιδίως εκείνοι που έχουν και σε άλλους τομείς παρόμοια προβλήματα. «Όσοι έχουν αδυναμία αυτοελέγχου ή δυσκολεύονται να οργανώσουν την καθημερινότητά τους, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο πρόβλημα με τα social media», επισημαίνει ο Ντίνλιν. Και για ανθρώπους εσωστρεφείς, περιθωριοποιημένους ή καταθλιπτικούς, η υπερβολική χρήση των μέσων δικτύωσης μπορεί να αποτελεί ένα μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα. «Επειδή εκεί μπορούμε να ρυθμίσουμε τη διάθεσή μας και να διακόψουμε μία δυσάρεστη κατάσταση», εξηγεί ο ειδικός. «Όταν βαριέμαι, όταν ντρέπομαι, όταν έχω ενοχές, μπορώ να πάρω απλώς το κινητό μου και να τα ξεχάσω όλα αυτά μπαίνοντας στα social media. Μέσα σε μια στιγμή».
Η υπερβολική χρήση των μέσων δικτύωσης μπορεί να εντείνει και προϋπάρχουσες ψυχικές ασθένειες, όπως κατάθλιψη ή διατροφικές διαταραχές – ιδίως όταν ψάχνει κανείς αντίστοιχο περιεχόμενο και μετά, μέσω του αλγορίθμου, του προβάλλεται διαρκώς σχετικό υλικό.
ΗΠΑ: Συλλογικές αγωγές κατά τεχνολογικών εταιρειών
Στις Η.Π.Α. αρκετές εκατοντάδες οικογένειες έχουν καταθέσει μία συλλογική αγωγή κατά τεσσάρων από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες παγκοσμίως. Κατηγορούν τη Meta, μητρική του Facebook, τον κινεζικό πάροχο του TikTok, ByteDance, την Alphabet, μητρική του YouTube και τη Snap, πάροχο της πλατφόρμας Snapchat πως δεν ενδιαφέρονται για τον εθισμό που αναπτύσσουν τα παιδιά τους προς τα social media, αλλά αντιθέτως τον ενισχύουν.
Μεταξύ άλλων οι επιχειρήσεις κατηγορούνται επιπλέον πως δεν έχουν ασφαλή τρόπο επιβεβαίωσης της ηλικίας του χρήστη, ότι προσφέρουν περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου στους γονείς, καθώς και ότι δυσκολεύουν σημαντικά όσους θέλουν να κλείσουν τον λογαριασμό τους.
Για καιρό ήταν αβέβαιο το εάν θα έφτανε τελικά στην εκδίκαση η νομική διαμάχη. Οι τεχνολογικές εταιρείες απέρριπταν όλους τους ισχυρισμούς ως αβάσιμους. Όμως προσφάτως ένας ομοσπονδιακός δικαστής των Η.Π.Α. έκρινε πως η αγωγή πρέπει να εκδικαστεί.
Πόσο λογικό είναι όμως ένα τέτοιο βήμα; Ο Ντίνλιν αμφιταλαντεύεται. «Μία αγωγή όπως αυτή τραβάει την προσοχή, γεγονός που πρέπει να επισημανθεί. Πρόκειται όμως, όπως συχνά συμβαίνει, για έναν συμβιβασμό. Όταν οι πάροχοι κάνουν ελκυστικότερες τις υπηρεσίες τους, κάτι που αποτελεί αρχή και στόχο κάθε κερδοσκοπικής επιχείρησης, αυτομάτως ενισχύουν και τον παράγοντα του εθισμού. Ο χρήστης επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί παντελώς άμοιρος ευθυνών. Πρέπει κανείς να κάνει και τα δύο: να βελτιώσει την τεχνολογία και ταυτοχρόνως να εκπαιδεύσει και να βοηθήσει τους χρήστες».
Στρατηγικές ενάντια στον εθισμό
Το σημαντικότερο είναι να αντιμετωπίζει κανείς κριτικά τη χρήση των social media, είτε τη δική του είτε των παιδιών του. Αυτό πρέπει να συζητείται μέσα στην οικογένεια, όπως και να εξασκείται η μη χρήση, δίχως βέβαια να καταλήγει κανείς στο ότι τα social media είναι εντελώς απορριπτέα. Επίσης, είναι σημαντικό να αφήνει κανείς το κινητό μακριά του για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Και χρειάζεται επιπλέον να εντάξει και άλλες δραστηριότητες στην καθημερινότητά του, όπως την άθληση, τα χόμπι, τους φίλους, τον εθελοντισμό.
«Είναι λάθος να θεωρούμε πως, όταν κάποιος νιώθει άσχημα, φταίνε τα social media γι’ αυτό. Συχνά, το να κάθεται κανείς με το κινητό πηγάζει από ένα άλλο πρόβλημα – και ταυτοχρόνως μπορεί να δημιουργήσει νέα προβλήματα», εξηγεί ο Ντίνλιν. Το να το αντιληφθεί αυτό κανείς, είναι συχνά το πρώτο βήμα προς την απεξάρτηση.
Deutsche Welle
Τόμας Λάτσαν
Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς
πηγή: OT.gr Newsroom