Πρόσωπα…
Γ. Τσαρούχης
Εξαθλιωμένοι και περιφρονημένοι οι άνθρωποι του λαού έχουν μια αριστοκρατικότητα
“Aπό μικρό παιδί ήθελα να γίνω ένας καλόs ζωγράφος, σαν αυτούς που θαύμαζα είτε σε αναπαραγωγές είτε στο πρωτότυπο. Νόμιζα πως αυτό ήταν μάλλον ακατόρθωτο. Εν τούτοις, παρά τη γνώση των αδυναμιών μου, έκανα αυστηρή κριτική στους πολύ μεγάλους, χωρίζοντάς τους σε ζωγράφους φυσικούς και μη φυσικούς. Το 1920 είδα μιαν αναπαραγωγή του Turner. Για μένα αυτό ήταν μια φυσική ζωγραφική που νόμιζα ότι μπορώ να κάνω πολύ εύκολα. Την ίδια χρονιά, πηγαίνοντας με την οικογένεια μου στο Δαφνί για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, δέχτηκα κυριολεκτικά μια πληγή βλέποντας τα ψηφιδωτά. Κατάλαβα πως υπήρχε κι ένας άλλος κόσμος τns ζωγραφικής. Μια ζωγραφική παραπάνω από τη φυσική, που όσο κι αν σχετιζόταν με αυτό που ονόμαζα φυσική ζωγραφική, ήταν εν τούτοις διαφορετική. Αυτή η εμπειρία με βασάνισε σε όλη μου τη ζωή. Έκανα ένα αντίγραφο με νερομπογιά, σε μικρές διαστάσεις, που έμεινε ημιτελές και τ’ αποτελείωσα το 1931, όταν ήμουν μαθητής του Κόντογλου. Πολύ πριν από εκείνη την εποχή είχα καταλάβει πως δεν υπήρχαν μόνο δύο ζωγραφικές, αλλά και δύο κόσμοι. Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να φέρονται. Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή. Η αστική τάξη είχε φέρει αυτό που ονομάζουμε «ευρωπαϊκό πολιτισμό» και ο φτωχός κόσμος, ο λαός, διατηρούσε, όσο μπορούσε, τις παλιές συνήθειες. Πόσα ωραία πράγματα με περιτριγυρίζανε, φερμένα από τη Γαλλία, από τη μυθώδη πόλη που λεγόταν Παρίσι! Αλλά και πόσα μυστηριώδη πράγματα μ’ αγγίζανε από τον λαό, που είχε κρατήσει τα παλιά!”.
“Κάθε τόσο συγκλονιζόμουν από την ομορφιά του λαού, σαν από μια σουβλιά ή νυγμό… Εξαθλιωμένοι και περιφρονημένοι, οι άνθρωποι του λαού είχαν μια αριστοκρατικότητα που δεν μπορούσες να τη συναντήσει στον χυδαίο αστικό κόσμο, αλλ’ ούτε σε αυτούς που απεμιμούντο ευρωπαϊκούς καλούς τρόπους για να ξεχωρίσουν και από τους αστούς και από τον λαό. Η πληγή που μου ‘δωσε το Δαφνί ανανεώθηκε όταν γνώρισα τα έργα του Κόντογλου· συγκεκριμένα την εικονογράφηση των παραμυθιών του Μέγα και τα ταξίδια του. Αυτός ο άλλος κόσμος παρουσιαζόταν δριμύτερος. Ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δύο κόσμους, για να μην αδικήσω κανέναν και για να μην κάνω ανεπανόρθωτα λάθη. Το παιδικό μου όνειρο να γίνω ένας καλός ζωγράφος αναγκαστικά μετετράπη σ’ ένα ιδανικό διαφορετικό, που συνίστατο στο να μάθω πού βρίσκομαι και πού πατώ. Έπρεπε να γκρεμίσω τους επαρχιώτικους ενθουσιασμούς των επιπόλαιων που θαύμαζαν τη Δύση και να γνωρίσω το αληθινό πρόσωπο τns Δύσεως και την αληθινή ιστορία των σχέσεών μας μ’ αυτήν. Από την άλλη μεριά, έπρεπε να φυλάγομαι από τον επαρχιώτικο βαλκανικό φανατισμό, το διψασμένο για συνθήματα εύκολα, εύκολη παρηγοριά για τη σύγχυση του και το αίσθημα κατωτερότητας που τον καταπλάκωνε. Ήθελα όσο το δυνατόν να προετοιμάσω ένα έδαφος κάπως γερό, όπου οι ενθουσιασμοί μου να μη μαραίνονται πριν βλαστήσουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν «έκανα έργο», όπως όλοι. Δοκιμές και πειράματα μόνο. Αυτά κρατάνε από το 1931 που έγινα μαθητής του Κόντογλου ως περίπου το 1968, χρονολογία κατά την οποία αρχίζει μια δεκαετία διαφορετικών αναζητήσεων που δεν ξέρω αν θα συνεχιστούν. Η επιστροφή μου στον κλασικισμό — μ’ αρέσουν οι ετικέτες γιατί απλοποιούν τα ζητήματα — συνδυάζει έναν παλιό μου πόθο, παιδικό σχεδόν, με τη συνήθεια του πολεμιστή και του αντιπολιτευόμενου. Πολλά οφείλω στον Κώστα Παρθένη, που η αυστηρή — σαν σουηδική γυμναστική — διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη. Τι περίεργο! Οι περισσότεροι συμμαθητές μου, και καμιά φορά κι ο ίδιος ο Παρθένης, νόμιζαν πως διδάσκεται κάτι το πολύ επαναστατικό. Αντίθετα, για μένα, η διδασκαλία του Παρθένη με βοήθησε να καταλάβω την τέχνη τns Αναγεννήσεως. Από το 1968 μπορώ να πω ότι συστηματοποίησα αυτό που είχε αρχίσει δειλά το 1940, με τα δύο ημιτελή γυμνά μου”.
“Δεν είναι αλήθεια ότι ήθελα να κάνω ελληνική ζωγραφική. Απλούστατα ήθελα να παίρνω σοβαρά τα αισθήματα μου και τις επιθυμίες μου, όποιες κι αν ήταν αυτές”.
“Η συνάντηση μου με τον Mattisse έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωγραφική μου. Για μια στιγμή νόμισα πως αυτοί οι δυο κόσμοι θα μπορούσαν να ενωθούν. Υπάρχει όμως και μια άλλη συνάντηση· η συνάντηση με τη «Μέδουσα του Πειραιώς» στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Αυτή η Μέδουσα με το γιγάντιο κεφάλι, ταπεινό έργο ενός μάστορα, υπήρξε για μένα μια Διοτίμα που έβαλε στη θέση τους πολλά πράγματα. Αυτό το ακαδημαϊκό έργο στάθηκε κριτής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Και μου ‘δωσε να καταλάβω πως η τέχνη που μας ορίζει ακόμα είναι η αρχαία ελληνική ή, για να ‘μαστε ακριβέστεροι, η ελληνιστική. Η ανατολίτικη τέχνη, κατά μέγα μέρος, όπως άλλωστε και η δυτική, είναι προσαρμογές και ερμηνείες σ’ αυτή τη μεγάλη παράδοση, και αναγκαστικά και εμείς οι νέοι Έλληνες πρέπει να δώσουμε την ερμηνεία μας και να προσαρμοστούμε, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μας. Βέβαια, υπάρχουν χίλια άλλα πράγματα που αντιστέκονται στη σεβάσμια παράδοση. Αλλά αν η φοβία του ακαδημαϊσμού δεν είναι χωρίς βάση, καταντάει στο τέλος να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τον χειρότερο ακαδημαϊσμό. Οι καλοί ζωγράφοι είναι κάτι το σπάνιο ανά τους αιώνες. Καμιά φορά παρουσιάζονται σαν σμάρι και ύστερα εξαφανίζονται ομαδικώς για πολλές εκατονταετίες. Δεν έχει κανείς παρά να φυλλομετρήσει ένα λεξικό, σημειώνοντας τις χρονολογίες τους, για να καταλάβει πως δεν έχω πολύ άδικο. Κάποτε ο Stravinsky ρώτησε μια γνωστή μου, πριν δει τα έργα μου, τι είδους ζωγραφική κάνω. Αυτή του είπε:
- Δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Ζωγραφίζει όπως όλος ο κόσμος.
- Λυπηρό, απάντησε ο Stravinsky. Μιμείται ό,τι είναι τnς μόδας δηλαδή; Και φαίνεται τόσο έξυπνos…
- Όχι, του αποκρίθηκε η γνωστή μου. Κάνει το ανάποδο. Ζωγραφίζει εκ του φυσικού όπως όλος ο κόσμος.
- Θέλετε να πείτε όπως δεν ζωγραφίζει πια κανένας… διόρθωσε ο Stravinsky. Πρέπει να δω το ταχύτερον έργα του. Μ’ ενδιαφέρει πολύ ό,τι δεν κάνει όλος ο κόσμος”.
“Αλλά τι θα πει ζωγραφική εκ του φυσικού; Ο καθένας τη βλέπει διαφορετικά. Η πείρα μού έχει διδάξει οτι αν κανείς αντιγράψει πιστά τα χρώματα ενός μοντέλου που τον ενδιαφέρει, σεβόμενος τους πανάρχαιους νόμους τns ζωγραφικής, που από την εποχή της Αρχαίας Αιγύπτου ώς σήμερα ουσιαστικά δεν άλλαξαν, είναι αδύνατον να μην κάνει κάτι που ενδιαφέρει βαθύτατα τον άνθρωπο. Αυτούς τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής μερικοί τους ξέρουν εκ γενετής, όπως το χελιδόνι ξέρει να κτίζει τη φωλιά του χωρίς να έχει πάει σε αρχιτεκτονική σχολή. Είναι η βάση αυτό· αλλά πόση δουλειά πρέπει να κάνει κανείς, τι μεροκάματα, για να μπορεί να ονομάζεται ζωγράφος χωρίς να ντρέπεται ή να φοβάται…Υπάρχουν και αυτοί που δεν ξέρουν τους πανάρχαιους νόμους της ζωγραφικής. Που συχνά ευδοκιμούν και «κάνουν έργο». Δεν θα τους κρίνω, αλλά είναι άλλο πράγμα. Για τον εαυτό μου δεν ξέρω τι να πω. Έχω τόση συνείδηση όση χρειάζεται για να δουλεύω. Είμαι πολύ κοντά σ’ αυτό που κάνω, για να μπορέσω να το κρίνω. Σε στιγμές ευφορίας νομίζω πως ξέρω να χτίζω σαν το χελιδόνι. Και ευχαριστώ τον Θεό. Αλλά περισσότερες είναι οι στιγμές που δεν ξέρω ούτε σκέπτομαι τίποτε”.
(Από την έκδοση «Γιάννης Τσαρούχης — Σύγχρονοι Εικαστικοί» της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ»)