Προς νέο ρεκόρ οδεύει φέτος ο ελληνικός τουρισμός

Στα 21 δισ. οι ταξιδιωτικές εισπράξεις, αυξημένες κατά 20% σε σχέση με το 2019.

Τα 21 δισ. ευρώ, ποσό-ρεκόρ, εκτιμά η Εθνική Τράπεζα ότι μπορεί να φθάσουν οι τουριστικές εισπράξεις το 2023, ποσό που υπερβαίνει κατά 20% τα επίπεδα του 2019 (18,17 δισ. ευρώ) και φυσικά τα επίπεδα του 2022 (17,63 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος). Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, στη μεγάλη αυτή αύξηση για φέτος, εάν φυσικά επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, διαδραματίζει η αύξηση των τιμών, αύξηση που φαίνεται ότι μπορεί να αντισταθμίσει τον μικρό περιορισμό που καταγράφεται φέτος σε ό,τι αφορά τη διάρκεια διαμονής. Την ίδια ώρα, πάντως, παρατηρούνται δύο νέες τάσεις φέτος, οι οποίες δεν αποκλείεται να καθορίσουν τις εξελίξεις στον τουρισμό τα επόμενα χρόνια: πρώτον, η ανάδειξη νέων τουριστικών προορισμών, που τους προτιμούν οι τουρίστες επειδή είναι λιγότερο κορεσμένοι και οι θερμοκρασίες πιο χαμηλές, όπως είναι για παράδειγμα η Μυτιλήνη και η Καβάλα και δεύτερον, η ανάκαμψη του τουρισμού στην Τουρκία και η εμφάνιση νέων ανταγωνιστριών χωρών στην περιοχή, όπως η Αλβανία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης της Εθνικής Τράπεζας «Τάσεις του επιχειρείν: τουρισμός», οι αφίξεις ξένων τουριστών κατά το εαρινό τρίμηνο (Μάρτιος – Μάιος 2023) ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019 κατά 10% και οι εισπράξεις κατά 19%. Κομβικό ρόλο διαδραμάτισαν οι λεγόμενες «παραδοσιακές» αγορές, με αύξηση του μεριδίου τους στο 42% (από 39% το 2019) και την αγορά των ΗΠΑ να ξεχωρίζει με σχεδόν διπλασιασμό των αφίξεων σε σύγκριση με το 2022 και σταθερά υψηλές δαπάνες ανά άφιξη στα 1.000 ευρώ ανά τουρίστα (έναντι 599 ευρώ ανά τουρίστα που είναι η μέση δαπάνη για το σύνολο των τουριστών). Στον αντίποδα βρίσκονται οι τουρίστες από το Ηνωμένο Βασίλειο, ο αριθμός των οποίων ήταν μικρότερος φέτος, όπως και η δαπάνη ανά τουρίστα. Ειδικότερα, οι αφίξεις ήταν λιγότερες φέτος κατά 5% σε σύγκριση με το 2022 και η δαπάνη μικρότερη κατά 6% σε σύγκριση με το 2019 (στα 668 ευρώ από 713 το 2019).

Αλλο βασικό χαρακτηριστικό της φετινής τουριστικής περιόδου είναι η ταχύτερη έναρξή της, γεγονός που αποτυπώθηκε στις πολύ καλές επιδόσεις των αστικών προορισμών. Μια βόλτα άλλωστε στο κέντρο της Αθήνας αρκεί για να πείσει και τους πιο επιφυλακτικούς, με την πρωτεύουσα πλέον να αποτελεί προορισμό και όχι απλώς «πέρασμα» για τους τουρίστες πριν καταλήξουν σε κάποιο νησί. Κατά την εαρινή περίοδο οι πωλήσεις των ξενοδοχείων των αστικών περιοχών αύξησαν το μερίδιό τους σε 41% από 38% το 2019, ενώ αντιθέτως υποχώρησε το μερίδιο των νησιών σε 48% από 51% και παρέμεινε ίδιο το μερίδιο των ηπειρωτικών περιοχών (11%).

Οι αφίξεις ξένων τουριστών κατά το τρίμηνο Μαρτίου – Μαΐου ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019 κατά 10% και οι εισπράξεις κατά 19%.

Πέρα από το γεγονός ότι γίνονται ολοένα και πιο δημοφιλείς οι αστικοί προορισμοί, άλλη αξιοπρόσεκτη νέα τάση είναι η επιλογή προορισμών που δεν παρουσιάζουν σημάδια κορεσμού, καθώς και προορισμοί που θεωρούνται ότι έχουν πιο ανεκτές θερμοκρασίες το καλοκαίρι. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να σημειωθεί και η μείωση της εποχικότητας, κάτι που ήδη απολαμβάνουν άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ιταλία, δηλαδή να έχουν τουρίστες όλο τον χρόνο και όχι μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ετσι, η μελέτη της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά ότι το θερινό τρίμηνο θα καλύψει μικρότερο κατά μία ποσοστιαία μονάδα των ετήσιων αφίξεων του 2023. Αλλη ένδειξη που συνηγορεί στα παραπάνω είναι ότι ενώ τον Ιούνιο οι συνολικές αεροπορικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 12% σε σύγκριση με το 2022, υποχώρησαν κατά 7% στη Μύκονο και τη Σαντορίνη, αλλά αυξήθηκαν κατά 20%-25% στην Καβάλα και τη Μυτιλήνη.

Η Εθνική Τράπεζα προχωράει και σε μια πρώτη αποτίμηση των συνεπειών στον τουρισμό από την πρόσφατη καταστροφική πυρκαγιά στη Ρόδο. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι λόγω της πυρκαγιάς και των ακυρώσεων σε κρατήσεις που ακολούθησαν, μπορεί να προκληθεί μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα στις συνολικές αφίξεις τουριστών το 2023. Η εκτίμηση βασίζεται στη μεγάλη βαρύτητα που έχει συνολικά για τον ελληνικό τουριστικό κλάδο η Ρόδος, καθώς το μερίδιό της το 2022 ήταν 16% σε ό,τι αφορά το σύνολο των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών και 17% σε ό,τι αφορά το σύνολο διαθέσιμων κλινών 4 και 5 αστέρων.

Πέρα από την κλιματική αλλαγή, οι εμπλεκόμενοι στον τουριστικό κλάδο στην Ελλάδα θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τους και τον ανταγωνισμό στη λεγόμενη μεσογειακή αγορά, ανταγωνισμός που λαμβάνει νέα χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα μπορεί στο τελευταίο δωδεκάμηνο να διατηρήσει το μερίδιο που είχε στην εν λόγω αγορά (13%) και προ πανδημίας, όμως ανακάμπτει σημαντικά η Τουρκία, με το μερίδιό της να αυξάνεται στο 22% από 19% το 2019 και εμφανίζονται νέοι ανταγωνιστές, όπως η Αλβανία με χαμηλό μονοψήφιο μερίδιο μεν, αλλά με ανάπτυξη 24% από το 2019.

πηγή: ΕΤΕ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Previous
Previous

ΕΟΔΥ: Πόσο καιρό αντέχουν τα τρόφιμα στο ψυγείο – Αναλυτικοί πίνακες

Next
Next

Επιλογή Ευθύνης - Νέα πρόσωπα με φρέσκιες ιδέες στο πλευρό του Παναγιώτη Κροντηρά