Λόγου…Τέχνη
Η ιστορία των αληθινών συνωμοσιών
Η ιστορία των αληθινών συνωμοσιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική. Όπως σημειώνει ο Μαρσέλ Γκοσέ, «από τότε που υπάρχει εξουσία, υπάρχει δολοπλοκία, δηλαδή κρυφή δράση που αποσκοπεί στην αρπαγή της εξουσίας ή στην άσκηση επιρροής σ’ αυτή».
Και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει κράτος χωρίς το ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Από τη συνωμοσία του Κατιλίνα μέχρι το πραξικόπημα του Αλγεριού στις 13 Μαιου 1958, τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Οι συνωμοσίες αποτελούν κλασικό μοτίβο της γεγονοτικής Ιστορίας». Αλλά η οικουμενική Ιστορία είναι εξίσου γεμάτη από φανταστικές συνωμοσίες που αποτελούν αντικείμενα συλλογικων πεποιθήσεων. Και, σε πολλές περιπτώσεις, η ύπαρξη πραγματικών συνωμοσιών συνοδεύεται από πληθώρα χιμαιρικών συνωμοσιών που, με τη σειρά τους, μπορούν να προκαλέσουν πραγματικές συνωμοσιες .
Η περίπτωση της «Popish Plot», της ψεύτικης απικής συνωμοσίας του 1678, είναι κλασικό παράδειγμα: η «συνωμοσία» για τη δολοφονία του Καρόλου II της Αγγλίας και την αντικατάστασή του από τον Kαθολικό αδελφό του Ιάκωβο ήταν, εντέλει, αποτέλεψα μιας μηχανορραφίας του Τίτου Όουτς (1649-1705) για να κατηγορηθούν οι Καθολικοί ότι προετοίμαζαν επίθεση εναντίον του προτεσταντισμού και της αγγλικής μοναρχίας. Το αποτέλεσμα των ψευδο-αποκαλύψεων του φανατικού και πλαστογράφου Όουτς ήταν διώξεις μεγάλης κλίμακας των Καθολικών, εφαρμογη κατασταλτικών νομών και μετατοπίσεις σε διπλωματικό επίπεδο.
Εξάλλου, όπως σημειώνει ο Ιταλός ιστορικός Κάρλο Γκίντσμπουργκ, «οι ψεύτικες συνωμοσίες κρύβουν συχνά πραγματικές συνωμοσίες». Για παράδειγμα, στις δίκες της Μόσχας (Αύγουστος 1936-Μάρτιος 1938) οι κατηγορούμενοι καταδικάζονταν στη βάση ψεύτικων αντεπαναστατικων συνωμοσιών (τροτσκιστικών, ζινοβιεφικών κτλ.) που επινοούσαν οι κατήγοροι — οι οποίοι γίνονταν, με αυτό τον τρόπο, συνωμότες. Η ψευδο-συνωμοσια των λεγομένων σαμποτέρ-γιατρών («οι άσπρες μπλούζες») ήταν ένα πλαστούργημα του Στάλιν, η παρανοια του οποίου την εποχή εκείνη είχε φτάσει στο απόγειό της. Εξου και το ερώτημα που τίθεται,χωρις να υπάρχει σίγουρη απάντηση:
«Μπορούμε να τραβηξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις _ ιδέες του συνωμοσιολόγου και τον υγιή σκεπτικισμό έναντι ορισμένων επίσημων αφηγήσεων;».
Μια συγγενική ερώτηση διατυπώνεται ως έξης: μπορεί η παρανοίκή σκέψη να χρησιμοποιηθεί με ωφέλιμο τρόπο;
Που τοποθετείται το όριο μεταξύ παραληρηματικής ερμηνείας και επιθυμίας για διαύγεια;
Αν επιχειρήσουμε με απόλυτα άδολη ειλικρίνεια να προσεγγίσουμε τις «θεωρίες συνωμοσίας», θα ερθουμε αντιμέτωποι αργά ή γρήγορα με μια σειρά αλληλένδετων ζητημάτων, όπου η πολιτική νοείται ως πεδίο συγκρούσεων μεταξύ ομάδων με ποικίλα συμφέροντα και παθη. Το πρώτο ζήτημα αφορά τα μυστικά, τη συνειδητη απόκρυψη γεγονότων απο οπού, φυσικά, προκυπτουν τα ψέματα· ένα δεύτερο ζήτημα είναι εκείνο της δαιμονοποίησης, η οποία αφενός συνδέεται με την κατασκευή του εχθρού και αφετέρου με την παρανοϊκή οπτική του κόσμου, η οποία περνά μέσω των συνθημάτων στο λεξιλόγιο της πολιτικής προπαγάνδας. Ένα τρίτο ζητημα είναι εκείνο του συναισθήματος, δηλαδή του μίσους που προκύπτει από την αίσθηση ανημπόριας —η οποία συνοψίζεται στην κραυγή «αυτοί φταίνε»— και αποτελεί συγκινησιακό-φαντασιακό κινητήρα της σκέψης και της πράξης. Το τέταρτο ζήτημα αφορά τους τροπους αρνητικής κατηγοριοποίησης ομάδων που κρινονται συνωμοτικές — εκεί, τα στερεότυπα του «προδότη» και του «αιρετικού» παίζουν σημαντικό ρόλο. Τέλος, τίθεται το ζήτημα της φημολογίας και του ρολου της στην κατασκευή ή την ενίσχυση των κοινωνικων αναπαραστάσεων.
Στην έκφραση «θεωρία συνωμοσίας», η «συνωμοσια ειναι απαραιτήτους πλάσμα ή προϊόν της φαντασιας και αποδίδεται είτε σε ενεργές μειονότητες (επαναστατιικές ομάδες, ανατρεπτικές δυνάμεις) είτε σε εδραιωμενες εξουσίες (κυβερνήσεις, μυστικές υπηρεσίες). Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη μιας συνωμοσίας, όχι μόνον εξηγει μέσω αυτής ένα ξαφνικό ή ενοχλητικό φαινόμενο, αλλά συγκροτεί κι ένα κατηγορητήριο. Η «θεωρία συνωμοσίας» δεν αποτελεί «θεωρία» επεξεργασμένη όπως οι επιστημονικές, αλλα έναν τρόπο συλλογισμού ή μια νοοτροπία κοντινή στην παράνοια, η οποία επιρρίπτει ευθύνες σε κάποιο υποκείμενο το οποίο, με αυτό τον τροπο, στιγματίζει. Ταυτοχρόνως, το αφήγημα που προκύπτει απο την πίστη σε καποια συνωμοσία «ερμηνεύει» γεγονότα και κατηγορεί «υπεύθυνους». Αυτό το αφηγημα εμφανίζεται ως απατηλή ή ψευδής ερμηνεία κάποιου τραυματικού η ενοχλητικού γεγονότος. Μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο τραβηγμένη και το πεδίο εφαρμογής της λιγοτερο ή περισσότερο ευρύ: περνάμε έτσι απο τον φοβο της συνωμοσίας, από τη φήμη η την απλή εικασία ως προς κάποιο γριφώδες ή σκανδαλώδες γεγονος, σε μια ιδεολογία της συνωμοσίας η οποία υποτίθεται οτι ερμηνεύει την εξέλιξη δεδομένου κοινωνικού συστήματος — περνάμε ακόμα και σε μια μυθολογία σύμφωνα με την οποία η συνωμοσία είναι ο κινητήρας της Ιστορίας.
Εξάλλου, διακρίνουμε διάφορους τύπους χιμαιρικών συνομοσιών. Σύμφωνα με τον Μάικλ Μπάρκεν υπάρχει η γεγονοτικη συνωμοσία, όπου η πλασματική συνωμοσια επικεντρώνεται σε ένα και μοναδικό γεγονος η ενα μικρο σύνολο γεγονότων, και όπου «οι συνωμότες υποτιθεται ότι επικεντρώνονται σε έναν πολύ συγκεκριμένο στοχο» όπως π.χ. η δολοφονία κάποιου πολιτικού. Η συστημικη συνωμοσία, κατά την οποία μια σειρά γεγονοτων συνδέονται με μακροχρόνια και ευρείας κλίμακας δολοπλοκία, αποδίδεται σε οργανωμένη ομάδα που έχει στοχο «να εισδύσει ή να ανατρέψει τους υπάρχοντες θεσμούς». Τέλος, η μεγασυνωμοσία ή υπερσυνωμοσια θεωρειται αποτέλεσμα μιας σύνθεσης συνωμοσιών αληθιών ή υποθετικών- που εντάσσονται σε παγκόσμιο, αν όχι συμπαντικό, σχέδιο, το οποίο εχει εκπονήσει καποια κακοήθης δύναμη με διαβολικές ιδιότητες.
Στον πληθυντικό, οι «θεωρίες συνωμοσίας» ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η συνωμοσιολογικη σκεψη: ο οπαδός των «θεωριών συνωμοσίας» είναι αυτος που βλέπει γύρω του «πλεκτάνες». Στον ενικό, ”θεωρία συνωμοσίας» είναι ένα αφήγημα που προσπαθώ να εξηγήσει τις κρυφές αιτίες ιστορικών γεγονότων,και ιδιαίτερα συνταρακτικών, τρομακτικών, επώδυνων ή σκανδαλωδών γεγονότων. Η «θεωρία συνωμοσίας” λοιπόν καταγγέλλει μια φανταστική συνωμοσία, ή κατητηγορεί με καταχρηστικό τρόπο μια ομάδα ατόμων που υποτίθεται οτι δρουν κρυφά και ενορχηστρωμένα για επιτύχουν έναν κακό σκοπό – η εν λόγω «θεωρία» εμφανίζεται ως τρόπος ερμηνείας κάποιου ξαφνικού και δυσάρεστου γεγονότος. Η «θεωρία συνωμοσίας» υποτιθεται ότι εκθέτει τους λόγους για τους οποίους, μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο, συμβαίνει ό,τι συμβαίνει. Η καταγγελία της φανταστικής συνωμοσίας είναι περισσότερο ή λιγότερο αληθοφανής, καθώς παραθέτει μια σειρά αληθοφανών ενδείξεων, εγγράφεται στους ορίζοντες των προσδοκιών ή απαντά στις κοινωνικές απαιτήσεις ενός μεγάλου ή μικρού κοινού. Ορισμένες συνωμοσιολογικές υποθέσεις φαίνεται να πλησιάζουν κάπως τα παρατηρήσιμα φαινόμενα, ενώ άλλες αναγνωρίζονται αμέσως ως παραληρηματικές ή φαντασιώδεις.
Ενίοτε, οι χαρακτηρισμοί «συνωμοσιολογία» ή «θεωρία συνωμοσίας» αποκτούν καταχρηστικό χαρακτήρα: στην περίπτωση αυτή, έχουμε την αυτόματη απόρριψη οποιασδήποτε υποψίας η οποία μπορεί να είναι, εντέλει, δικαιολογημένη, δηλαδή θεμελιωμένη σε σαφείς ενδείξεις, σωστά ερμηνευμένες. Σ’ αυτή την περίπτωση, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε μιαν αληθινή συνωμοσία. Λογου χάρη, οι πολίτικες συνωμοσίες που προετοιμάζουν πραξικοπήματα ή, γενικότερα, έκνομες δραστηριοτητες ειναι μορφές «συνωμοσίας» που εξυφαινονται ειτε απο κυβερνήσεις είτε από τρομοκρατικές ομάδες .Προκειται για μια διάσταση της διεθνούς πολίτικης που δεν μπορουμε να παραβλέψουμε, μολονοτι δεν εχει μελετηθει αρκετα από τους ειδικούς. Τα κράτη υπερασπιζονται τον ευατο τους, έναντι καταγγελιών περί οργανωμενων συνομοσιων μέσω των μυστικών τους υπηρεσιων οι οποίες, αν και νόμιμες, ασχολούνται, εξ ορισμου με μηχανορραφίες και ποικίλες χειραγωγήσεις, στο ονομα του εθνικού συμφέροντος. Πράγματι, πολλοί «.συντηριπκοί» κρατούν απορριπτική στάση έναντι της συνομοσιολογίας, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να ευτελισουν κάθε μορφή κοινωνικής κριτικής.
Ο Νόαμ Τσόμσκυ δεν παραλείπει να εγείρει παρόμοιες αντιρρήσεις: «Η “θεωρία συνωμοσίας” έχει γίνει το διανοητικό αντίστοιχο μιας βρισιάς, κάτι που λενε οι ανθρωποι όταν ενοχλούνται απο τη σε βάθος εξεταση πραγματικών γεγονότων». Ουσιαστικά ο Τσόμσκυ προσπαθούσε να υπερασπιστεί την κριτική που ασκουσε στα ΜΜΕ από τον χαρακτηρισμό της ως συνωμοσιολογικής: «Ο χαρακτηρισμός “θεωρία συνωμοσίας” αποτελεί μέρος της προσπάθειας να μας εμποδίσουν να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος». Η «προσπάθεια» που καταγγέλλει ο Τσόμσκυ μοιάζει με μια ενορχηστρωμένη δράση κακόβουλων εγκεφάλων που αποτρέπουν τη δημοσιοποίηση δυσάρεστων αληθειών ή που προσφέρουν εσκεμμένα στους πολίτες τις «κατάλληλες» πληροφορίες για να «σκεφτούν σωστά». Ο Τσόμσκυ θεωρεί δεδομένη μια τέτοια χειραγώγηση από σκοτεινές δυνάμεις, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να την ερευνήσει. Κατηγορεί με άλλα λόγια τους αντιπάλους του με τον ίδιο τρόπο που τον μέμφονται κι εκείνοι.
Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι ο Τσόμσκυ, ο «πάπας» της αντι-παγκοσμιοποίησης και των θεωριών συνωμοσίας, προστατεύει έτσι τον εαυτό του από την κριτική για τις εξτρεμιστικές του θέσεις που βασίζονται σε μια δυϊστική, μανιχαϊστική κοσμοαντίληψη, η οποία συνοψίζεται στο εξής σενάριο: οι κακοί και/οι ισχυροί (Δύση, ΗΠΑ, Ισραήλ) εναντίον των καλών ή/και αδυνάτων (το υπόλοιπο του κόσμου, «οι λαοί»),Ή ακόμα: οι εκ φύσεως επιτιθέμενοι (πλούσιοι, εκμεταλλευτές, ιμπεριαλιστές) εναντίον των εκ φύσεως θυμάτων (φτωχοί, υπό εκμετάλλευση και υπόδουλοι).
Πηγή: Pierre-André Taguieff – Σύντομη πραγματεία περί συνωμοσιολογίας . Εκδόσεις Πατάκη.