Σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου…

Επέτειοι και Λοιπές Εορτές

  • Παγκόσμια Ημέρα Σπάνιων Παθήσεων

Χριστιανικό Εορτολόγιο

Ορθόδοξη Εκκλησία

  • Οσίων και ομολογητών Κασσιανού του Ρωμαίου και Γεωργίου επισκόπου Δεφέλτου.

Καθολική Εκκλησία

  • Αυγούστου Μάρτυρος

  • Αγίου Οσβάλδου, αρχιεπισκόπου Υόρκης.

Είπαν….

  • Όποιος ελέγχει τα ΜΜΕ, ελέγχει και το μυαλό.”

Τζιμ Μόρισον, Αμερικανός τραγουδιστής, ο ηγέτης των Doors.

  • Αυτοί που είναι ενάντια της πολιτικής, είναι υπέρ της πολιτικής που τους επιβάλεται

Μπέρτολντ Μπρέχτ

Σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου…

Τι έγινε σαν σήμερα, 29 Φεβρουαρίου, στην Ελλάδα και τον Κόσμο

  • 1504 Στην Τζαμάικα, ο Χριστόφορος Κολόμβος, γνωρίζοντας ότι θα γίνει έκλειψη Σελήνης, χρησιμοποιεί τη γνώση του για να πείσει τους ιθαγενείς να του παράσχουν προμήθειες.

  • 1584 Πρώτη εμφάνιση της 29ης Φεβρουαρίου ως πρόσθετης ημέρας κάθε δίσεκτου έτους. Η προσθήκη αυτή αποφασίστηκε το 1581 από τον Πάπα Γρηγόριο ΧΙΙΙ, ο οποίος αφαίρεσε και 11 ημέρες, μετονομάζοντας την 4η Οκτωβρίου 1582 σε 15η Οκτωβρίου 1582 και εγκαινιάζοντας το ημερολόγιο που πήρε το όνομά του. Η επιπλέον ημέρα του Φεβρουαρίου υφίσταται ήδη από το 45 π.Χ. βάσει της ρύθμισης του Ιουλίου Καίσαρα, με τη διαφορά ότι εμφανιζόταν μεταξύ 24ης και 25ης ημέρας και από την οποία προέρχεται ο όρος δίσεκτο έτος, αφού στο ρωμαϊκό ημερολόγιο υπήρχαν κάθε 4 χρόνια δύο φορές έκτες καλένδες (δις έκτες).

  • 1792 Γεννήθηκε ο Τζοακίνο Ροσίνι, Ιταλός συνθέτης. («Ο Κουρέας της Σεβίλης», «Γουλιέλμος Τέλλος») (Θαν. 13/11/1868)

  • 1868 Πέθανε ο Λουδοβίκος Α’, βασιλιάς της Βαυαρίας, πατέρας του βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα. (Γεν. 25/8/1786)

  • 1900 Γεννήθηκε ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη, νομπελίστας ποιητής. Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης. Από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του '30». Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Στυλιανού Σεφεριάδη (1873-1951) - δικηγόρου, σημαντικού κοινωνικού παράγοντα της Σμύρνης και ανθρώπου με λογοτεχνικές ανησυχίες - και της Δέσποινας Τενεκίδη με καταγωγή από τη Νάξο. Το ζευγάρι είχε άλλα δυο παιδιά, τον Άγγελο (1905-1950) και την Ιωάννα (1902-2000), σύζυγο του φιλόσοφου και πολιτικού Κωνσταντίνου Τσάτσου. Ο Σεφέρης ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του το 1906 στη Σμύρνη και τις ολοκλήρωσε το 1918 στην Αθήνα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του από το 1914. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών (1926), αρχίζοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα, που κορυφώθηκε το 1957, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία. Παρέμεινε στο Λονδίνο έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στις 10 Απριλίου του 1941, μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, είχε νυμφευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή Στροφή, η οποία από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας της προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, με θετικές και αρνητικές αντιδράσεις. Οι θαυμαστές του -Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης- υποστήριξαν ότι η Στροφή εγκαινιάζει μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ενώ οι επικριτές του, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, ισχυρίστηκαν ότι η ποίηση του Σεφέρη είναι σκοτεινή και εγκεφαλική, χωρίς πραγματικό συναίσθημα. Με την πάροδο του χρόνου, η Στροφή απέκτησε τεράστιο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε από την κριτική ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Ο Μοντερνισμός του Σεφέρη, παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς, υπήρξε «ένας μοντερνισμός τολμηρός, αλλά που κρατούσε το νήμα της παράδοσης, με αίσθημα ευθύνης και με σεβασμό για τη γλώσσα». Ο θόρυβος που δημιουργήθηκε, αλλά και το ειδικό βάρος των Κατσίμπαλη και Καραντώνη στα λογοτεχνικά πράγματα, τον βοήθησε να επιβληθεί ως ένας πολλά υποσχόμενος νέος ποιητής. Η καθιέρωση του Σεφέρη ως μείζονος ποιητή έγινε το 1935, με την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε πλήρως διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το «ταξίδι», οι «πέτρες», τα «μάρμαρα», τα «αγάλματα», η «θάλασσα», ο «Οδυσσέας» κ.ά. Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου. Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος. Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων. Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971. Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα, θα είναι πάνδημη και θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας. Αρκετοί συνθέτες έχουν ενσκήψει στο έργο του Σεφέρη και μελοποιήσει ποιήματά του, όπως οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Μίλτος Πασχαλίδης, Αδελφοί Κατσιμίχα, Ηλίας Ανδριόπουλος, Δήμος Μούτσης, Αργύρης Μπακιρτζής, Δημήτρης Αγραφιώτης, Θεόδωρος Αντωνίου, Λεωνίδας Ζώρας, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Περικλής Κούκος, Γιώργος Κουρουπός, Γεώργιος Πονηρίδης, Θάνος Μικρούτσικος και Τζον Τάβενερ.

  • 1904 Γεννήθηκε ο Τζίμι Ντόρσεϊ. Αμερικανός μπαντ-λίντερ, συνθέτης, σαξοφωνίστας και κλαρινετίστας. Μαζί με τον αδελφό του Τόμι ηγήθηκαν μεγάλων ελαφρών χορευτικών ορχηστρών την εποχή του σουίνγκ. Ο Τζίμι Ντόρσεϊ (Jimmy Dorsey) ήταν αμερικανός μουσικός, που μαζί με τον αδελφό του Τόμι Ντόρσεϊ, αλλά και ο καθένας τους χωριστά, ηγήθηκαν μεγάλων ελαφρών χορευτικών ορχηστρών στις ΗΠΑ την εποχή του σουίνγκ. Εκτός από μαέστρος ήταν κι ένας εξαιρετικός σαξοφωνίστας και κλαρινετίστας. Ο Τζέιμς Φράνσις Ντόρσεϊ γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1904 στην πόλη Σεναντόα της πολιτείας Πενσιλβάνια των ΗΠΑ. Έμαθε μουσική, όπως και ο αδελφός του, από τον πατέρα του, που ήταν δάσκαλος μουσικής, και γρήγορα ξεχώρισε στους κύκλους των λευκών μουσικών της τζαζ. Το 1920 τα δύο αδέλφια δημιούργησαν το δικό τους συγκρότημα «Dorsey’s Novelty Six». Αργότερα άλλαξαν το όνομά του σε «Dorsey’s Wild Canaries» και ήταν από τα πρώτα συγκροτήματα τζαζ που ακούγονταν στο ραδιόφωνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Τζίμι έπαιζε – άλλοτε μόνος του, άλλοτε με τον Τόμι – σε τζαζ σχήματα, μεγάλα συγκροτήματα, ακόμη και σε μπάντες για μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ. Το 1927 η ορχήστρα τους με την ονομασία «Dorsey Brothers Orchestra» άρχισε να ηχογραφεί με μία συνεχώς μεταβαλλόμενη ομάδα μουσικών. Οι επιτυχίες τους περιελάμβαναν τραγούδια όπως τα «Coquette» (1928) και «Let's Do It» (1929), στο τελευταίο με τον Μπινγκ Κρόσμπι στα φωνητικά. Οι ηχογραφήσεις τους από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και τις αρχές της δεκαετίας του ’30 ανέδειξαν τη μαεστρία των αδελφών Ντόρσεϊ, τόσο στα ελαφρά δημοφιλή στιλ που κυριαρχούσε στη μουσική τους, όσο και στο πιο έντονο Ντίξιλαντ που εκτιμούσαν οι φίλοι της τζαζ.

    Έως το 1934 η «Dorsey Brothers Orchestra» είχε γίνει ένα σταθερό συγκρότημα πλήρους απασχόλησης και την επόμενη χρονιά ηχογράφησε μια εντυπωσιακή λίστα με τραγούδια επιτυχίες (συμπεριλαμβανομένων των «I Believe in Miracles», «Tiny Little Fingerprints» και «Lullaby of Broadway»), πολλά από αυτά με τον Μπομπ Κρόσμπι (τον μικρότερο αδερφό του Μπινγκ Κρόσμπι) στα φωνητικά. Ωστόσο, το συγκρότημα διαλύθηκε τον Μάιο του 1935, όταν ο Τόμι Ντόρσεϊ εγκατέλειψε το σχήμα κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, επειδή διαφώνησε με τον αδελφό του σχετικά με το ρυθμό ενός τραγουδιού. Ο Τζίμι Ντόρσεϊ με τα εναπομείναντα μέλη της μπάντας σχημάτισαν την «Jimmy Dorsey Orchestra» στα τέλη του 1935. Μέσα σε λίγα χρόνια αναδείχθηκε ως ένας από τους κορυφαίους μαέστρους της εποχής του σουίνγκ. Ο πιο χαρακτηριστικός ήχος της ορχήστρας του ανιχνεύεται στην επιτυχία «The Breeze and I» (1940), η οποία έδωσε το έναυσμα για μία σειρά ηχογραφήσεων με λάτιν αποχρώσεις που ενορχήστρωνε ο Τούτι Καμαράτα. Στις επιτυχίες εκείνης της περιόδου περιλαμβάνονται οι συνθέσεις «Change Partners», «I Hear a Rhapsody», «Amapola» και «Tangerine». Οι τραγουδιστές Μπομπ Έμπερλι και Έλεν Ο Κόνελ έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στην επιτυχία της ορχήστρας του Τζίμι Ντόρσεϊ, αλλά και μουσικοί όπως οι Σόρτι Σέροκ (τρομπέτα), Ραλφ Μουζίλο (τρομπέτα), Μπόμπι Μπερν (τρομπόνι), Χέρμπι Χέιμερ (τενόρο σαξόφωνο) και Ρέι ΜακΚίνλεϊ (ντραμς). Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, η ορχήστρα του Τζίμι Ντόρσεϊ έπαιζε κυρίως δημοφιλή ελαφρά μουσική, αν και συνθέσεις όπως τα «Major & Minor Stomp», «Mutiny in the Brass Section» και «Waddlin' at the Waldorf» αξίζουν μία θέση στην ιστορία της τζαζ. Η μπάντα διαλύθηκε το 1953, θύμα της αλλαγής των μουσικών προτιμήσεων του κοινού στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Εκτός από επιτυχημένος μαέστρος, ο Τζίμι Ντόρσεϊ ήταν κι ένας πολύ σεβαστός μουσικός της τζαζ, περιζήτητος ως σολίστ από τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα. Ήταν ένας από τους κορυφαίους σαξοφωνίστες της εποχής του και πολλοί από τους σύγχρονούς του σολίστες του οργάνου, όπως ο Λέστερ Γιαννγκ και ο Κόλμαν Χόκινς αναγνώρισαν την επιρροή του. Το 1947 τα δύο αδέλφια τα ξαναβρήκαν για να συμμετάσχουν στην αυτοβιογραφική ταινία του Άλφρεντ Γκριν «The Fabulous Dorseys». Στη συνέχεια, ο Τζίμι εντάχθηκε στην ορχήστρα του Τόμι, η οποία ξαναπήρε το παλιό της όνομα «Dorsey Brothers Orchestra». Από το 1954 έως το 1956 τα δύο αδέρφια είχαν το δικό τους μουσικό τηλεοπτικό βαριετέ με τον τίτλο «Stage Show», στο οποίο έκανε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο ο Έλβις Πρίσλεϊ. Μετά τον θάνατο του Τόμι το 1956, ο Τζίμι Ντόρσεϊ συνέχισε να ηγείται της ορχήστρας, μέχρι τον δικό του θάνατο, που επισυνέβη στις 12 Ιουνίου 1957 στη γενέτειρά του

  • 1908 Πέθανε ο Πατ Γκάρετ. Θρυλική φιγούρα του Φαρ-Ουέστ. Γελαδάρης, βουβαλοκυνηγός μπάρμαν και άνθρωπος του νόμου, που διετέλεσε σερίφης και τελώνης. Ο Πάτρικ Φλόιντ Γκάρετ (Patrick Floyd "Pat" Garrett) γεννήθηκε στην πόλη Κασέτα της Αλαμπάμα στις 5 Ιουνίου 1850 και μεγάλωσε στο Χέινσβιλ της Λουιζιάνας. Σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη για να δουλέψει ως γελαδάρης (cowboy) στο Τέξας. Το 1875 άλλαξε επάγγελμα κι έγινε βουβαλοκυνηγός. Το 1878 σκότωσε ένα συνάδελφό του βουβαλοκυνηγό, ευρισκόμενος σε άμυνα, όταν αυτός του επιτέθηκε με τσεκούρι, ύστερα από ένα καυγά. Ο τόπος δεν τον χωρούσε και ο Γκάρετ μετακόμισε στο γειτονικό Νέο Μεξικό. Αρχικά δούλεψε ως γελαδάρης και στη συνέχεια άνοιξε το δικό του σαλούν. Διακρινόταν για το ύψος του και οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι Μακρυγιάννης (Long John). Το 1879 παντρεύτηκε τη Χουανίτα Γκουτιέρεζ και όταν αυτή πέθανε στη γέννα τον επόμενο χρόνο, την αδελφή της Απολινάρια, η οποία του χάρισε εννέα παιδιά. Τον Νοέμβριο του 1880 ο σερίφης της κομητείας Λίνκολν του Νέου Μεξικού παραιτήθηκε μη αντέχοντας τον πόλεμο των παρανόμων που είχε ξεσπάσει στην περιοχή του. Ο κυβερνήτης της πολιτείας Λιού Γουάλας (ο συγγραφέας του Μπεν Χουρ) διόρισε στη θέση του τον Πατ Γκάρετ, που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει φήμη ικανού πιστολά και ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όπως και ο κυβερνήτης. Αμέσως, ο Γκάρετ βάλθηκε να ξεπαστρέψει την περιοχή από τους παρανόμους, με πρώτο και καλύτερο τον Χένρι ΜακΚάρτι, ένα νεαρό φυγόδικο, γνωστό με το ψευδώνυμο Μπίλι δε Κιντ (Billy The Kid). Ο ΜακΚάρτι φημολογείτο ότι είχε σκοτώσει 21 ανθρώπους, έναν για κάθε χρόνο της ζωής του, και είχε επικηρυχθεί από τον κυβερνήτη για το ποσό των 373.47 δολαρίων. Ήταν ο παράνομος που θα χαρίσει τη δόξα στον Πατ Γκάρετ. Στις 23 Δεκεμβρίου 1880, ένα απόσπασμα του σερίφη Γκάρετ κατάφερε να συλλάβει τον Μπίλι δε Κιντ και να τον οδηγήσει σιδηροδέσμιο ενώπιόν του. Ο νεαρός παράνομος οδηγήθηκε εκ νέου σε δίκη και καταδικάσθηκε σε πολυετή ποινή φυλάκισης. Στις 28 Απριλίου 1881 κατόρθωσε να αποδράσει και πάλι, αφού προηγουμένως σκότωσε τους δύο φρουρούς του. Ο σερίφης Γκάρετ, ανακρίνοντας ένα κατάδικο, πληροφορήθηκε ότι ο Μπίλι δε Κιντ κρυβόταν στο σπίτι ενός κοινού τους φίλου, του πάμπλουτου γαιοκτήμονα Πιτ Μάξγουελ. Γύρω στα μεσάνυχτα της 14ης Ιουλίου 1881 ο Γκάρετ μπήκε κρυφά στο σπίτι του Μάξγουελ, αλλά ο Μπίλι δε Κιντ, που λαγοκοιμόταν σε διπλανό δωμάτιο, αντιλήφθηκε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει και μπήκε στο δωμάτιο του Μάξγουελ. Ο Μπίλι δε Κιντ δεν αναγνώρισε τον άνθρωπο που στεκόταν στη σκιά. «Ποιος είναι;» φώναξε δύο φορές. Ο Γκάρετ, αντί άλλης απαντήσεως, τον πυροβόλησε κατευθείαν στην καρδιά. Ο τρόπος που σκότωσε τον Μπίλι δε Κιντ διχάζει τους ιστορικούς. Ο Γκάρετ ισχυρίστηκε ότι ο Μπίλι δε Κιντ οπλοφορούσε, γι’ αυτό τον πυροβόλησε πρώτος. Όμως, όπλο δεν βρέθηκε στη σκηνή του συμβάντος, γεγονός που σημαίνει ότι ο Γκάρετ τον πυροβόλησε χωρίς προειδοποίηση, αμαυρώνοντας έτσι τη φήμη ως ανθρώπου του νόμου. Μετά την εξολόθρευση του Μπίλι δε Κιντ και σειράς άλλων παρανόμων, η φήμη του Γκάρετ ανέβηκε κατακόρυφα και κλήθηκε και σε άλλα μέρη εκτός Νέου Μεξικού για να επιβάλλει τον νόμο. Το 1882, μετά τη λήξη της θητείας του στο Λίνκολν, έθεσε υποψηφιότητα για σερίφης στην κομητεία Γκραντ, αλλά δεν εξελέγη. Δύο χρόνια αργότερα έβαλε υποψηφιότητα για γερουσιαστής, αλλά και πάλι απέτυχε. Τότε αποσύρθηκε από το Νέο Μεξικό και μετακόμισε στο Τέξας, όπου ανέλαβε λοχαγός σ’ ένα τοπικό αστυνομικό σώμα, τους Ρέιντζερς. Το 1989 επανήλθε στο Νέο Μεξικό για να διεκδικήσει τη θέση του σερίφη στην κομητεία Τσάβες, αλλά και πάλι ηττήθηκε στις εκλογές. Το 1896 τα κατάφερε στην κομητεία Δόνια Άνα του Νέου Μεξικού, προκειμένου να αντιμετωπίσει μία δύσκολη και σκοτεινή υπόθεση, την εξαφάνιση του εισαγγελέα Φάουντεν και του μικρού του γιου, για την οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι ευθύνονταν αστυνομικοί που ήταν άνθρωποι του δικαστή Φολ. Ο Γκάρετ κατάφερε να τους οδηγήσει ενώπιον της δικαιοσύνης, αλλά αυτοί αθωώθηκαν. Το 1901 έγινε φίλος με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ και αυτός τον διόρισε τελώνη στο Ελ Πάσο του Τέξας. Όμως, οι κακές παρέες του οδήγησαν τον αμερικανό πρόεδρο να μη του ανανεώσει τη θητεία το 1906. Ο Γκάρετ επέστρεψε στο ράντσο του στο Νέο Μεξικό, αλλά ήταν πνιγμένος στα χρέη. Ένα μέρος του ράντσου το έδωσε στους πιστωτές του, ενώ νοίκιαζε κάποια άλλα τμήματά του. Με ένα από τους ενοικιαστές του, τον Τζέσε Μπρέιζελ, ήρθε σε ρήξη για τις γίδες του που έβοσκαν χωρίς την άδεια του Γκάρετ. Το πρωινό της 29ης Φεβρουαρίου 1908 τον αντάμωσε στον δρόμο. Ο καυγάς δεν άργησε να ξεσπάσει. Σύμφωνα με την υπερασπιστική γραμμή του Μπρέιζελ, που οδήγησε στην αθώωσή του, ο Γκάρετ κινήθηκε για να πιάσει το όπλο του και αυτός τον πυροβόλησε δύο φορές, την μία στο στομάχι και την άλλη στο κεφάλι, ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα. Ο θάνατος του Πατ Γκάρετ ήταν ακαριαίος. Ένας πεζός θάνατος για μια θρυλική φιγούρα του Γουέστ. Η ιστορία του Πατ Γκάρετ και του Μπίλι δε Κιντ έχει μεταφερθεί δεκάδες φορές στον κινηματογράφο, με κορυφαίο το γουέστερν του Σαμ Πέκινπα Pat Garrett & Billy the Kid, παραγωγής 1973, τη μουσική του οποίου έγραψε ο Μπομπ Ντίλαν.

  • 1916 Η πολιτεία της Νότιας Καρολίνας των ΗΠΑ ανεβάζει τα κατώτερα όρια ηλικίας της παιδικής εργασίας στις βιομηχανίες και τα ορυχεία, από τα 12 στα 14 έτη.

  • 1932 Ο φινλανδικός στρατός συντρίβει πραξικόπημα που επιχείρησε η αντικομμουνιστική φασιστική οργάνωση Lapua. Παρά τους ισχυρούς δεσμούς της οργάνωσης με τον στρατό, ο τελευταίος παρέμεινε πιστός στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της χώρας.

  • 1936 Γεννήθηκε ο Παύλος Ράπτης ήταν διεθνούς φήμης ελληνοπολωνός τενόρος. Συνεργάστηκε με την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) από το 1973 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενώ από το 1988 υπήρξε μόνιμο στέλεχός της. Με χαρισματική φωνή και τεχνική, ιδιαίτερη θεατρικότητα επί σκηνής, καθαρό, ευγενή, γεμάτο λάμψη ήχο, διακρίθηκε σε διαφορετικά είδη μουσικής: Από την όπερα, την οπερέτα, το ορατόριο και τις καντάτες μέχρι τις σερενάτες και τα τραγούδια. Ο Παύλος Ράπτης γεννήθηκε στο Τρίλοφο Καστοριάς στις 29 Φεβρουαρίου 1936. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εκπατρίστηκε στην Αλβανία και στη Ρουμανία, καταλήγοντας το 1950 στην Πολωνία. Εκεί σπούδασε σε μουσικό γυμνάσιο και αργότερα φωνητική στη Μουσική Ακαδημία του Πόζναν, με καθηγητές τους Μικάλ Πράβτζιτς και Κάζιμιρτς Κζαρνέτσκι, αποφοιτώντας με άριστα (1957-1961). Πρωτοεμφανίστηκε στην όπερα του Μπιζέ «Αλιείς Μαργαριταριών» που ανέβηκε στην Όπερα του Βρότσλαφ (1961), ενώ για πολλά χρόνια υπήρξε σολίστ στο Μεγάλο Θέατρο του Λοτζ (1962-1988) και το Μεγάλο Θέατρο της Βαρσοβίας (1974-1988), ερμηνεύοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους. Από τη δεκαετία του ‘80 συνεργάστηκε με λυρικά θέατρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εμφανίστηκε επίσης σε Νέα Υόρκη, Σικάγο, Μελβούρνη, Μόσχα, Παρίσι κ.ά., ενώ πραγματοποίησε πολυάριθμες ηχογραφήσεις σε πολωνικές δισκογραφικές εταιρείες. Το 1980 συμμετείχε στην πρώτη παρουσίαση του «Te Deumτου» Κρίστοφ Πεντερέτσκι στην Ασίζη της Ιταλίας. Με την ΕΛΣ συνεργάστηκε κατά το διάστημα 1973-1998, τραγουδώντας σε 16 όπερες και οπερέτες, σε 31 παραγωγές ή αναβιώσεις παραγωγών: «Αλιείς Μαργαριταριών», «Τραβιάτα», «Τα παραμύθια του Χόφμαν», «Ριγολέττος», «Ευγένιος Ονιέγκιν», «Το ελιξίριο του έρωτα», «Χένσελ και Γκρέτελ» κ.ά. Συμμετείχε στις πρώτες παρουσιάσεις από την ΕΛΣ των έργων: «Η πολιορκία της Κορίνθου» του Ροσίνι, «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» του Σοστακόβιτς, «Η μνηστή του τσάρου» του Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Δραστήριος σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, ασχολήθηκε συστηματικά και με τη διδασκαλία. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία σε μουσικούς διαγωνισμούς, όπως του Κατοβίτσε (1960), της Κρακοβίας (1962), της Βουδαπέστης (1965) και των Παρισίων (Grand Prix, 1972). Το 2008 βραβεύτηκε από τους Πολωνούς στο πλαίσιο εκδήλωσης για τα εξηντάχρονα της παρουσίας ελλήνων μεταναστών στο Στετίνο. Ο Παύλος Ράπτης πέθανε στις 21 Νοεμβρίου 2021 στη Βαρσοβία, σε ηλικία 85 ετών.

  • 1940 Η ταινία του Βίκτορ Φλέμινγκ Όσα παίρνει ο άνεμος κερδίζει 8 Βραβεία Όσκαρ. Η ηθοποιός Χάτι Μακ Ντάνιελ γίνεται η πρώτη αφροαμερικανίδα που κερδίζει Όσκαρ.

  • 1940 Γεννήθηκε ο Βαρθολομαίος Α’, οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

  • 1940 Μετά τη διάρρηξη της ισχυρά οχυρωμένης «γραμμής Μάνχαϊμ» από τον Κόκκινο Στρατό, η φινλανδική κυβέρνηση αναγκάζεται να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του σοβιετο — φινλανδικού πολέμου (1939–1940).

  • 1944 Υπογράφτηκε η συμφωνία της Πλάκας — Μυρόφυλλου για την κοινή δράση κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας από τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ..

  • 1944 Πέντε ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ινδονησίας καταδικάζονται σε θάνατο

  • 1948 Κορυφώνονται οι ομαδικές δολοφονικές επιθέσεις στη Μακρόνησο, κατά τις οποίες σκοτώνονται 17 και τραυματίζονται 61 φαντάροι. Άλλοι 250 παραπέμπονται στο στρατοδικείο

  • 1956 Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση που προήλθε από εκλογές. Η Λίνα Τσαλδάρη (69 ετών) αναλαμβάνει το υπουργείο Πρόνοιας και γίνεται έτσι η πρώτη ελληνίδα υπουργός.

  • 1956 Γεννήθηκε η Αϊλίν Γουόρνος (Aileen Carol Wuornos), Αμερικανίδα κατά συρροή δολοφόνος: σκότωσε επτά άντρες στη Φλόριντα της Αμερικής από το 1989 έως το 1990, ισχυριζόμενη πως την είχαν βιάσει ή αποπειράθηκαν να τη βιάσουν, όταν ήταν ιερόδουλη. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο

  • 1960 Σεισμός μεγέθους 5,7 Ρίχτερ κλονίζει το παράκτιο Μαρόκο, καταστρέφοντας το Αγκαντίρ και αφήνοντας πίσω του πάνω από 12.000 νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες.

  • 1968 Η Επιτροπή Kerner, που συγκροτήθηκε μετά την επέμβαση του στρατού κατά εξεγερμένων αφροαμερικανών στην πόλη του Ντιτρόιτ (με αποτέλεσμα το θάνατο 43, το τραυματισμό 1.189 και τη σύλληψη 7.200 ατόμων), κατέληξε πως τα επεισόδια οφείλονταν στις τρομακτικές οικονομικές ανισότητες και το ρατσισμό που επικρατούσαν στις ΗΠΑ.

  • 1976 Εξαγριωμένοι οπαδοί του Παναιτωλικού εισβάλλουν στο γήπεδο και ένας από αυτούς δαγκώνει και κόβει το αυτί του Θεσσαλονικιού διαιτητή Στέφανου Ράμμου, επειδή έδωσε ένα αυστηρό πέναλτι στον ΠΑΟΚ

  • 1992 Ο Νίκος Γκάλης καταρρίπτει το ρεκόρ των 11.030 πόντων του Βασίλη Γκούμα στον αγώνα μπάσκετ Παγκρατίου – Άρη.

  • 1996 Τερματίζεται επίσημα η πολιορκία του Σαράγεβο.

  • 2004 Πραξικόπημα στην Αϊτή (με την υποστήριξη των ΗΠΑ) ανατρέπει τον εκλεγμένο Πρόεδρο της χώρας Ζαν Μπερτράν Αριστίν

  • 2012 Πεθαίνει σε ηλικία 70 ετών ο Βασίλης Τσιβιλίκας, κωμικός ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Ο Βασίλης Τσιβιλίκας ήταν σπουδαίος κωμικός ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1942 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν το μοναδικό αγόρι της οικογένειάς του και μεγαλύτερος από τις δύο αδελφές του. Ο πατέρας του ήταν καταστηματάρχης και εξασφάλιζε μία άνετη ζωή στην οικογένειά του. Φοίτησε στο κολέγιο της Θεσσαλονίκης. Εκεί οι καθηγητές του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την υποκριτική, συμμετέχοντας αρχικά στη θεατρική ομάδα του σχολείου. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του πέρασε στην Αγγλική φιλολογία, την οποία όμως εγκατέλειψε για να κατεβεί στην Αθήνα και να ασχοληθεί επαγγελματικά πλέον με την ηθοποιία. Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να εισαχθεί στο Θέατρο Τέχνης, σπούδασε τελικά στη σχολή υποκριτικής του Πέλου Κατσέλη. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο το 1965, στη Νέα Ιωνία. Δύο χρόνια αργότερα ο Κάρολος Κουν τον καλεί στο Θέατρο Τέχνης. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ξεκινά να ασχολείται με την επιθεώρηση και στα μέσα της με την πρόζα. Τη δεκαετία του '70 πρωτοεμφανίστηκε και στον κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία που συμμετείχε ήταν «Η θεία μου η Χίπισσα» του Αλέκου Σακελλάριου, δίπλα στη Ρένα Βλαχοπούλου. Ήταν η ταινία που τον καθιέρωσε. Ακολούθησαν δεκάδες άλλες, όλες τους επιτυχίες. Ξεχωρίζουν: «Ο κατεργάρης» (1971), «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «Ο κύριος σταθμάρχης» (1972), «Ο μάγκας με το τρίκυκλο» (1972), «Η Ρένα είναι «οφ-σάιντ»» (1972). Σημαντική ήταν η παρουσία του και στην τηλεόραση. Μεταξύ άλλων, εμφανίστηκε στις σειρές «Το θέατρο της Δευτέρας» (1970), «Αξιωματικός υπηρεσίας» (1972), «Εν τούτω Νίκα» (1973), «Βίβα Κατερίνα» (1973), «Ατσίδες »(1976), «1000 χρόνια πριν» (1977), «Βράδυα επιθεώρησης» (1984) και «Μπέιμπι Στάιλ» (2001). Ο Βασίλης Τσιβιλίκας ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, στις 29 Φεβρουαρίου του 2012. Μέχρι την τελευταία στιγμή έπαιζε στο θέατρο, στην παράσταση «Η Ζωή ποδήλατο».

Previous
Previous

Επί Ασπαλάθων...

Next
Next

Πανέμορφα βιβλιοπωλεία στην Ευρώπη